Εικόνα

Εικόνα
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Εάν κατακρίνεις η Χάρις του Θεού σε εγκαταλείπει



Εάν κατακρίνεις η Χάρις του Θεού σε εγκαταλείπει...
Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. 
Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε.
Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο
 AgioritikoVima

Ένα από τα μεγαλύτερα σημερινά θαύματα του Αγίου Νεκταρίου στην Ρουμανία

Aπίστευτο και όμως αληθινό το μεγαλύτερο θαύμα του αιώνα έγινε στην Ρουμανία.

Σε ένα χωριό της Ρουμανίας δεν υπήρχε ιερέας, και οι κάτοικοι πήγαιναν συχνά στον Πατριάρχη με το αίτημα, την πλήρωση της κενής θέσης.   Όμως ο Πατριάρχης δεν είχε την δυνατότητα να ικανοποιήσει το αίτημα των ανθρώπων.
Πήγαιναν και ξαναπήγαιναν οι κάτοικοι, αλλά, τίποτε ο Πατριάρχης τους έλεγε τα ίδια λόγια, ότι δεν έχω ιερέα να σας στείλω στο χωριό.  Εν τω μεταξύ άλλοι πέθαιναν αδιάβαστοι, άλλοι είχαν γυναίκες και παιδιά χωρίς γάμο, τα παιδιά και οι μεγάλοι ήταν αβάπτιστοι.
Μια μέρα σταμάτησε έξω από τον Ναό ένα αυτοκίνητο και κατέβηκε ένας ιερέας όλο το χωριό ανάστατο ήρθε παπάς φώναζαν.    Πήγαν εκεί οι κάτοικοι, τον καλωσόρισαν και του είπαν: πως ήρθες στο χωρίο αφού ο πατριάρχης μας είχε πει ότι δεν έχει παπά να μας στείλει;  Τότε ο ιερέας τους είπε αυτό δεν θέλατε; δεν θέλατε ιερέα; Να ήρθα.
Όλο το χωριό χάρηκε στην παρουσία του νέου ιερέα. Ο Ιερέας άρχισε αμέσως δουλειά πήγε σε όλους τους τάφους και διάβαζε την εξόδιο ακολουθία, βάπτισε και πάντρεψε όλους στο χωριό λειτουργούσε τους κοινωνούσε.
Μια μέρα καλεί του χωρικούς και τους λέγει ότι: θα φύγω τελείωσε η αποστολή μου. Τότε το χωριό
αναστατώθηκε, τώρα που ήρθε θα φύγεις; Όμως ο ιερέας δεν άκουγε τους κατοίκους και ενέμενε στην απόφασή του. Αφού οι χωρικοί κατάλαβαν ότι δεν γινόταν τίποτε τον ευχαρίστησαν για την προσφορά του και τον κατευόδωσαν.
Μετά από μέρες πήγαν στον Πατριάρχη να τον ευχαριστήσουν που τους έστειλε παπά και να του πουν
όταν μπορέσει να τους ξαναστείλει κάποιον ιερέα, αλλά ο πατριάρχης δεν ήξερε τίποτε. Τους είπε ότι εγώ δεν έστειλα κανέναν παπά γιατί δεν έχω, όμως περιμένετε μήπως ο πρωτοσύγκελος, σας έστειλε κάποιον για να σας εξυπηρετήσει. Πήρε τηλέφωνο τον πρωτοσύγκελο αλλά ούτε αυτός είχε στείλει κανέναν.
Ο πατριάρχης τους είπε τι έκανε αυτός ο ιερέας στην ενορία;οι χωρικοί είπαν μας πάντρεψε, μας βάπτισε, μας έκανε τις κηδείες των γονέων, μας έκανε ότι κάνει ένας παπάς. Καλά είπε ο πατριάρχης δεν σας έδινε χαρτιά δεν έγραφε τα μυστήρια; -βεβαίως είπαν οι χωρικοί μας έδινε χαρτιά και τα καταχώρισε στα βιβλία του Ναού.- δεν είδατε τι έγραφε; και πως υπέγραφε με τι όνομα; -όλα τα στοιχεία δέσποτα τα έγραφε στα ρουμανικά πολλά γράμματα δεν ξέρουμε γιατί την υπογραφή την έβαζε σε άλλη γλώσσα που δεν έχουμε ξαναδεί.
Ο πατριάρχης παρακάλεσε να πάνε να φέρουν τα βιβλία για να δει ποιος ήταν αυτός ο κληρικός. Όταν του πήγαν τα βιβλία ο πατριάρχης έμεινε έκθαμβος δεν πίστευε στα μάτια του όντως όλα τα στοιχεία ήταν γραμμένα στα ρουμανικά ενώ το όνομα του ήταν γραμμένο στα Ελληνικά με το όνομα της υπογραφής Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεω
ς.

. (ειπώθηκε από Ρουμάνες μοναχές στον Οικουμενικό Πατριάρχη κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη)

Συγκλονιστικό Θαύμα: Εμφάνιση του Κυρίου σε στρατόπεδο της Πελοποννήσου


Εμφανίσεις του Κυρίου έχουμε και σε νεώτερα χρόνια, σε απλούς αλλά πιστούς και καθαρούς στην καρδιά ανθρώπους.

Ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς είτε για να βραβεύσει την πίστη τους είτε για να βοηθήσει δι’ αυτών μερικούς άλλους ολιγόπιστους ή και απίστους, ώστε να θεραπευθεί η φοβερή ασθένεια της απιστίας, που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο.

Τα ακόλουθα περιστατικά συνέβησαν μέσα στη δεκαετία 1980-1990.

Ένας νέος, πιστός Χριστιανός από ευσεβή οικογένεια, πήγε να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε σ’ ένα από τα εκπαιδευτικά στρατιωτικά κέντρα της Πελοποννήσου, όπου παρέμεινε τον πρώτο καιρό.

Ήταν χειμώνας – διηγήθηκε – και είχα σκοπιά τη νύχτα. Επειδή έκανε πολύ κρύο, στον προθάλαμο του θαλάμου υπήρχε μία ξυλόσομπα και εμείς οι φρουροί στα πεταχτά μπαίναμε λίγο μέσα, παίρναμε λίγη ζέστη και ξαναβγαίναμε.

Στον προθάλαμο εκείνο το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, ήταν τρεις-τέσσερις στρατιώτες και ένας υπολοχαγός και συζητούσαν χαμηλόφωνα καπνίζοντας. Ένας από τους στρατιώτες ήταν κουμπάρος μου και υπηρετούσαμε μαζί. Καθώς μπήκα για μια στιγμή στον προθάλαμο, τους άκουσα να συζητούν περί της υπάρξεως του Θεού. Ο υπολοχαγός αρνείτο με πείσμα την ύπαρξή Του, ενώ κάποιος άλλος ομολογούσε Πίστη και οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν σιωπηλοί τον διάλογο.

- Αφού, λοιπόν, υπάρχει Θεός, πού είναι; Γιατί δεν μας παρουσιάζεται;

Μην αντέχοντας την άρνηση αυτή του Θεού και την πρόκληση, μπήκα στη συζήτηση και είπα:

- Ο Θεός είναι παντού και κοντά μας. Δεν έχετε διαβάσει στο άγιο Ευαγγέλιο το λέει ο Χριστός; “Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν” ( Ματθ. 18,20 ).

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και ανάμεσά μας φάνηκε να περνάει η Θεία Μορφή του Ιησού σαν άυλο φως, αλλά σχηματισμένη όπως Τον βλέπουμε σε μερικές εικόνες! Πέρασε ανάμεσά μας σαν αέρας, αλλά εμφανώς! Τον είδαν όλοι!!!

Μας κατέλαβε δέος και συγκίνηση. Ο κουμπάρος μου έπεσε στα γόνατα, έκλαιγε και ζητούσε συγχώρηση, γιατί ήταν αθυρόστομος και μερικές φορές βλαστημούσε. Εγώ έτρεμα από τη συγκίνηση και έκλαιγα, έκλαιγα από αγάπη… Ο υπολοχαγός είχε γίνει άσπρος σαν τον τοίχο! Την άλλη ημέρα τον μετέθεσαν για αλλού. Δεν γνωρίζω τί απέγινε.»

Αυτά τα αφηγήθηκε ο σεμνός νέος κατόπιν παρακλήσεως, γιατί αποφεύγει να ομιλεί γι’ αυτό το συνταρακτικό γεγονός της ζωής του, μάλλον για λόγους ταπεινοφροσύνης. Ευτυχισμένοι όσοι Σε αντίκρισαν, Κύριε! Τον αληθινό όμως μακαρισμό τον πήραν από Εσένα αυτοί που δεν είδαν κι όμως πίστευσαν. “Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες”. ( Ιωάν. Κ, 29 ).

«Είδα την Υπεραγία Θεοτόκο να περπατά στην αυλή της Μονής»



«Το έτος 1994 επισκέφθηκα το Άγιον Όρος με τρία από τα αγόρια μου…Στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, όπου φιλοξενηθήκαμε τις περισσότερες ημέρες της παραμονής μας, είδα την Υπεραγία Θεοτόκο να περπατά μέσα στη Μονή. Το γεγονός συνέβη ως εξής: Καθόμουν έξω από την τράπεζα, όταν είδα μία μοναχή να περπατά στην αυλή της Μονής. Ερχόταν από την πλευρά του Καθολικού και κατευθύνθηκε προς το μαγειρείο όπου και εισήλθε. Ήταν ψηλή με ρωμαλέα κορμοστασιά και πλήρες γυναικείο μοναχικό ένδυμα. Αφού πέρασαν μερικές στιγμές βγήκε από το μαγειρείο, περπάτησε κατά μήκος του κτιρίου, και κοντά στο Καθολικό, όπου είναι το παρεκκλήσιο της Παραμυθίας και εισήλθε ξανά στο κτίριο της Μονής. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν μεγάλη έκπληξη: «Βρίσκεται γυναίκα και μάλιστα μοναχή στη Μονή; Πώς γίνεται; Είναι κάπου κρυμμένη; Μετά σκέφτηκα ότι γνωρίζω τον Ηγούμενο και τους μοναχούς και αυτό είναι αδύνατον. Αρα τί βλέπω;»…
Πέρασαν περίπου έξι μήνες, όταν μία ημέρα παρακολούθησα στην τηλεόραση μία συνέντευξη του Ηγουμένου της Μονής Βατοπαιδίου πατρός Εφραίμ, στην οποία έλεγε ότι διάφοροι προσκυνητές, που επισκέφθηκαν την Μονή Βατοπαιδίου, είχαν δεί την Υπεραγία Θεοτόκο στην Μονή- και μερικοί από αυτούς σκανδαλίστηκαν νομίζοντας ότι ζούσε γυναίκα στη Μονή. Αμέσως ήρθε στη μνήμη μου το συμβάν της δικής μου οράσεως και κατάλαβα ότι η γυναίκα που είδα ήταν η Υπεραγία Θεοτόκος.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα για την οικογένεια μου…Η εμπειρία που είχα ήταν μεγάλο στήριγμα στις δοκιμασίες που ακολούθησαν. Οι κινήσεις της Παναγίας μας, όταν την είχα δεί στο Βατοπαίδι, έδειχναν μεγάλη μέριμνα και φροντίδα. Η συγκατάβασή της στην αμαρτωλότητά μου φανερώνει απέραντη μητρική αγάπη, και τέλος η εκρηκτική επιβεβαίωση της παρουσίας της ανάμεσά μας θα είναι πάντοτε πηγή ελπίδας και πίστεως για την σωτηρία μας…».
Η Παναγία με τις ευχές σας πάντοτε να μας στηρίζει
Σταύρος Σταύρου
Λεμεσός, Κύπρο

Ἡ Σκέπη τῆς Θεοτόκου


Ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (1η καί, ἀργότερα, 28η Ὀκτωβρίου) ἀντλεῖ τὴν ὑπόθεσή της ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στὸν ὅσιο ἔγινε ἀφορμὴ νὰ καθιερωθεῖ ἡ ἑορτὴ αὐτή.
Τὸ περιστατικὸ συνέβη στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, στὸ παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σωροῦ, ὅπου φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καὶ μέρος τῆς ζώνης τῆς Θεοτόκου.
Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ γινόταν κάποτε ὁλονυκτία. Ἐκεῖ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του ἅγιο Ἔπιφανιο.
Ἦταν ἡ ὥρα περίπου 10 τὸ βράδυ, ὅποτε ὁ ὅσιος βλέπει τὴ Θεοτόκο νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.
Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσα τοὺς ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ θεολόγος Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι βάδιζαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά της. Ἀπὸ τοὺς λευκοφόρους ἄλλοι προπορεύονταν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά.
Ὅταν πλησίασαν στὸν ἄμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας στὸν Ἔπιφανιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, τὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
- Ναί, τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος τὴν ὥρα ἐκείνη γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα. Παρακαλοῦσε τὸν Υἱὸ τῆς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἔβρεχε μὲ δάκρυα τὸ πρόσωπό της. Ὕστερα μπῆκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ προσευχήθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν.
Ὅταν τελείωσε τὴ δέησή της, μὲ μία κίνηση χαριτωμένη καὶ σεμνὴ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄχραντη κεφαλὴ τῆς τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, καὶ τ᾿ ἅπλωσε σὰν σκέπη μὲ τὰ πανάγια χέρια τῆς πάνω στὸ ἐκκλησίασμα.
Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ δυό τους γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἐκπέμπει δόξα θεϊκή. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ τὸ ἱερὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ χάρη του. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε κι ἐκεῖνο νὰ συστέλλεται λίγο-λίγο καὶ νὰ χάνεται.

Αυτά είναι μερικα απο τα πιο μεγάλα θαύματα της Παναγίας στην ιστορία του Ελληνισμο





Εκτός από τα θαύματα που έχουν καταγραφεί κατά καιρούς σχετικά με μεμονωμένα πρόσωπα, υπάρχουν και ορισμένα που η Ιστορία έχει καταγράψει επιβεβαιώνοντας την «ειδική» σχέση που έχει ο Ελληνισμός με την Παναγία.

Από την Πόλη και την Τήνο μέχρι τον Ορχομενό. Αυτές είναι κάποιες από τις σημαντικότερες θείες παρεμβάσεις της Θεοτόκου στον του της Ιστορίας.

ΟΤΑΝ ΑΒΑΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΣΕΣ ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΣΑΝ ΤΗΝ ΒΑΣΣΙΛΕΥΟΥΣΑ

Ζωντανό θαύμα της Παναγίας είναι η σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους και τους Πέρσες οι οποίοι πολιόρκησαν την Πόλη από ξηρά και από θάλασσα ενώ έλειπε σε εκστρατεία ο αυτοκράτορας Ηράκλειος.

Τότε οι χριστιανοί κατέφυγαν στη βοήθεια της Παναγίας. Συγκεκριμένα στο ναό των Βλαχερνών γίνονται δεήσεις και ο πατριάρχης Σέργιος κρατώντας στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας ενθάρρυνε το στρατό που είχε πάρει θέσεις αμύνης στο φρούριο της Πόλεως. Το έτος 626 μ. Χ. λοιπόν με τη βοήθεια της Παναγίας ο εχθρικός στρατός νικηθήκε .

Ο αρχηγός των βαρβάρων Χαγάνος , κατά τη διάρκεια των μαχών, έβλεπε με τρόμο «γυναίκα σεμνοφορούσαν και περιτρέχουσαν το τείχος, μόνην ούσαν».



Η νίκη αποδόθηκε στη Παναγία και από τότε καθιερώθηκε ο Ακάθιστος Ύμνος προς τιμήν Της.

Όπως αναφέρει ο βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Πωγωνάτου η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε από τους Άραβες κατά τα έτη 677 και 718 και σώθηκε πάλι από τη Θεοτόκο. Στη τελευταία πολιορκία (718) οι χριστιανοί με τον Τίμιο Σταυρό και την εικόνα της Παναγίας κύκλωσαν το τείχος και παρακαλούσαν τον Θεό να τους σώσει.

Τότε καταιγίδα ξέσπασε πάνω από το στόλο των Αράβων στη Προποντίδα και βούλιαξαν 2.500 πλοία και πνίγηκαν 6.000 άνδρες. Ακόμη επί αυτοκράτορος Μιχαήλ του Γ’ το έτος 860 η Κωνσταντινούπολη με τη βοήθεια της Παναγίας αναχαιτίζει την επιδρομή των Ρώσων και γλυτώνει από τον κίνδυνο.

ΟΙ ΤΟΡΠΙΛΕΣ ΣΤΗΝ ΤΗΝΟ


Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο το 1940 η Παναγία και πάλι προστάτευσε την Ελλάδα. Ένα μεγάλο θαύμα έκανε η Θεοτόκο στη Τήνο στις 15 Αυγούστου το 1940 στις 08:25 το πρωί. Γίνεται λόγος για τον τορπιλισμό της Έλλης.



Η μια τορπίλη που εκτοξεύθηκε όπως έγινε γνωστό αργότερα, από το ιταλικό υποβρύχιο, βύθισε το πλοίο και μία δεύτερη αστόχησε γκρεμίζοντας μέρος του μώλου του λιμανιού.

Υπήρχαν όμως και άλλα δύο επιβατικά πλοία εκείνη την ώρα κοντά στην Έλλη που ήταν και εκείνα στόχοι των Ιταλών. Τα πλοία ΕΛΣΗ και ΕΣΠΕΡΟΣ βγήκαν αλλώβητα από τις τορπίλλες. Η μία πέρασε δίπλα από την πλώρη του ΕΣΠΕΡΟΥ και η άλλη κάτω από τα ύφαλα της ΕΛΣΗΣ.

Η Παναγία έσωσε χιλιάδες προσκυνητές εκείνη την ημέρα.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΟΝ ΟΡΧΟΜΕΝΟ

Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, ανήμερα των Γενεθλίων της Παναγίας μας οι Ιταλοί συνθηκολογούν. Μία ομάδα από κατοίκους του Ορχομενού Βοιωτίας πλησιάζουν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λειβαδιάς και ζητούν από την εκεί Ιταλική φρουρά να παραδώσει τον οπλισμό της. Διαφορετικά, τους απειλούν πως θα δεχθούν επίθεση από τους αντάρτες που βρίσκονται στην περιοχή του Τζαμαλιού (Διονύσου).



Οι Ιταλοί αρνούνται να παραδοθούν και ενημερώνουν τους Γερμανούς, οι οποίοι αφού κύκλωσαν και αφόπλισαν τους Ιταλούς έστειλαν εναντίον των Ορχομένιων την άλλη μέρα, 9 του Σεπτέμβρη, απόσπασμα με τεθωρακισμένα. Οι Ορχόμενιοι, που είχαν φθάσει στο μεταξύ στο σταυροδρόμι του Αγίου Ανδρέα, ανέτοιμοι και ανοργάνωτοι καθώς ήταν, σκόρπισαν στη γύρω περιοχή με κατεύθυνση οι περισσότεροι τον απόμερο Διόνυσο.

Οι Γερμανοί όμως συνέχισαν την καταδίωξη με σκοπό να επιβάλλουν αντίποινα στον Ορχομενό, όπως ήταν η συνηθισμένη τακτική τους. Το βράδυ της 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οι Γερμανοί στον Ορχομενό και συλλαμβάνουν εξακόσιους ομήρους. Ένα τμήμα μένει στην πόλη, ενώ ένα άλλο με τρία τανκς προχωρεί προς τον Διόνυσο.

Λίγο έξω από τον Ορχομενό είναι χτισμένη η πιο αρχαία Εκκλησία της Βοιωτίας (874 μ.Χ.), αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου - παλιό Μοναστήρι της Σκριπούς. Είναι ακόμη μεσάνυχτα. Η φάλαγγα έχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τον Ναό, όταν ξαφνικά το πρώτο τανκ ακινητοποιείται στη μέση του δρόμου.

Μπροστά τους οι Γερμανοί βλέπουν μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με το χέρι υψωμένο σε απαγορευτική στάση. Το δεύτερο τανκ προσπαθεί να προσπεράσει το πρώτο, αλλά πέφτει σε ένα χαντάκι, ενώ το τρίτο τανκ ακινητοποιείται σε ένα χωράφι, μέσα από το οποίο προσπαθούσε να περάσει.

Ξημέρωσε η 10η Σεπτεμβρίου. Ο Γερμανός διοικητής Χόφμαν ζήτησε από τους κατοίκους ένα τρακτέρ για να τραβήξει τα τανκς. Τότε συνέβη και κάτι άλλο Θαυμαστό: Τα βαριά αυτά άρματα μετακινήθηκαν από το τρακτέρ σαν άδεια σπιρτόκουτα! -Θαύμα, Θαύμα! φώναξε ο διοικητής και ζήτησε από τους κατοίκους να πάει στην Εκκλησία. Εκείνοι τον οδήγησαν πράγματι στον Ναό.

Ο Γερμανός στη Θεομητορική Εικόνα του τέμπλου αναγνώρισε τη γυναίκα που εμπόδισε τη φάλαγγα να προχωρήσει! Έπεσε αμέσως στα γόνατα και φώναξε με Θαυμασμό: -Αυτή η γυναίκα σας έσωσε! Να την τιμάτε και να τη δοξάζετε. Ο Ορχομενός σώθηκε.

Ο Χόφμαν διατάζει να ελευθερωθούν οι εξακόσιοι μελλοθάνατοι και υπόσχεται πως μέχρι το τέλος του πολέμου η πόλη δεν θα πάθει κανένα κακό. Οι κάτοικοι ευχαριστούν και δοξολογούν την Προστάτιδα Θεοτόκο για την ανέλπιστη σωτηρία τους. Ο ήλιος γέρνει στη δύση. Τα τανκς φεύγουν με τα πυροβόλα κατεβασμένα, γιατί νικήθηκαν από την Υπέρμαχο Στρατηγό του Ορχομενού.

Για το λόγο αυτό η Παναγία της Σκριπούς, εκτός των άλλων ημερομηνιών, Γιορτάζει και στις 10 Σεπτεμβρίου με Λιτανεία και μεταφορά της Εικόνας, στον τόπο που ακινητοποιήθηκαν τα τανκς. Όσο ζούσε ο Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αυτός σχεδόν κάθε χρόνο στις 10 Σεπτεμβρίου, για να ανάψει ένα κερί και να τιμήσει την Παναγία μας.

Της αφιέρωσε μάλιστα ένα μεγάλο καντήλι και χρηματοδότησε την πρώτη Εικόνα με την απεικόνιση του Θαύματος

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Θεοφάνεια, αγιασμός και χημικές ιδιότητες νερών


Ρώσοι επιστήμονες ανεκάλυψαν (και απέδειξαν με εργαστηριακές μετρήσεις) ότι η ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα του νερού ανεβαίνει αρκετές φορές υψηλότερα την ημέρα των Θεοφανείων…
Όλα τα νερά, συμπεριλαμβανομένων αυτών του συστήματος τροφοδοσίας νερού, άλλαξαν τις φυσικές τους ιδιότητες την ημέρα των Θεοφανείων και την παραμονή, ανακάλυψαν πριν μερικές ημέρες, φυσικοί του Ερευνητικού Ινστιτούτου Sysin της Ανθρώπινης Οικολογίας και Υγιεινής του Περιβάλλοντος, της Ρωσικής Ακαδημίας των Ιατρικών Επιστημών (Russian Academy of Medical Sciences). Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου καθημερινά εξέταζαν τις ιδιότητες και την ποιότητα του συνήθους νερού από το σωλήνα του δικτύου, μετρώντας την ποσότητα των ριζών ιόντων μέσα σ’ αυτό. Από τις 17 Ιανουαρίου (προπαραμονή των Θεοφανείων  με το παλαιο ημερολογιο που ακολουθη  η Ρωσια 3  Ιανουαρίου) το επίπεδο των ιόντων άρχισε να ανεβαίνει, και το νερό άρχισε να «μαλακώνει». Το επίπεδο του pH του νερού, ανέβαινε επίσης, κάνοντάς το λιγότερο όξινο, είχε αναφέρει παλαιότερα η ημερήσια “Moskovsky Komsomolets”.
Όπως ανέμεναν, η μέγιστη δραστηριότητα έφτασε το βράδυ της 18ης Ιανουαρίου (παραμονή, και αγρυπνία των Θεοφανείων). Η υψηλή συγκέντρωση ιόντων έκανε την ηλεκτραγωγιμότητα του νερού ισοδύναμη με αυτήν από τεχνητό καταλύτη (ηλεκτρικά κεκορεσμένο νερό).
Η ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα άρχισε να πέφτει μετά το πρωί της 19 ης Ιανουαρίου και έφτασε στα κανονικά της επίπεδα κατά τις 20 Ιανουαρίου. Η αιτία για την γρήγορη άνοδο της ηλεκτρομαγνητικής δραστηριότητας του νερού την ημέρα των Θεοφανείων ήταν μία μεγάλη συγκέντρωση ιόντων στη λιθόσφαιρα της Γης, η οποία είναι ένα αληθινό ρεζερβουάρ ηλεκτρονίων, που μεταφέρει τα περισσότερα από αυτά στο νερό. Αυτά είπε ο δρ. Anatoly Stekhin, ένας πεπειραμένος ερευνητής. Οι ερευνητές επίσης μέτρησαν το επίπεδο (ποιότητας) της δομής του νερού των Θεοφανείων, παγώνοντας για το σκοπό αυτό νερό από τον αγωγό ύδρευσης, από τον ποταμό Moskva, και από ένα πηγάδι εκκλησίας.
Ακόμη και το νερό από το σύστημα τροφοδοσίας, το νερό της βρύσης, το οποίο συνήθως απέχει πολύ από του να είναι ιδανικό, φαινόταν αρμονικό στο μικροσκόπιο όταν το παγώσαμε είπε ο Stekhin
.

Ο άγιος ”κλέφτης”


Σε κάποια κοινόβιο ετοιμάζονταν να τελέσουν τη θεία λειτουργία, και καθώς οι διάκονοι μπήκαν στο ιερό να φορέσουν τα άμφιά τους βρήκαν ότι έλειπε ένα. Ερεύνησαν πολύ και επειδή δεν το βρήκαν, το ανέφεραν στον αββά. Αυτός τους λέει: «Ερευνήστε πάλι». Καθώς λοιπόν δεν βρέθηκε, ο αββάς θύμωσε για το άτοπο αυτό πράγμα και λέει: «Ζούμε μαζί με ληστές. Μα τον Θεό, δεν θα γίνει η λειτουργία ούτε θα φάμε τίποτε μέχρι να βρεθεί ο ληστής».
Την ώρα που ο αββάς μαζί με τους διακόνους πήγε να ερευνήσει στα κελλιά των αδελφών και αυτοί περίμεναν στην εκκλησία, εκείνος που το έκλεψε λέει στον διπλανό του που ήταν ευλαβής: «Αλίμονο μου, τι με περιμένει τώρα». Του λέει εκείνος: «Γιατί;» Του αποκρίνεται: «Εγώ έκλεψα το άμφιο και βρίσκεται στο κελλί μου κάτω σ’ ένα σκεύος». Του λέει ο άλλος: «Μη στενοχωριέσαι καθόλου, μόνο πήγαινε και βάλε το στο κελλί μου». Πάει αυτός και βάζει το σκεύος στο κελλί του αδελφού.
Όταν έφτασαν ψάχνοντας ο αββάς και οι διάκονοι στο κελλί με το σκεύος του αδελφού, άπλωσε το χέρι του ένας διάκονος, τράβηξε το άμφιο και έβαλε τις φωνές: «Ο τάδε ο ευλαβής βρέθηκε κλέφτης».
Πηγαίνουν αμέσως στην εκκλησία, τον πιάνουν, του δίνουν πολλά χτυπήματα και σέρνοντάς τον τον πετούν έξω από το κοινόβιο. Εκείνος τους παρακαλούσε: «Αφήστε με να μετανοήσω και δεν θα το ξανακάνω». Αυτοί όμως τον έδιωξαν λέγοντας: «Δεν μπορούμε να έχουμε έναν κλέφτη ανάμεσα μας».
Επιστρέφουν κατόπιν στην εκκλησία για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Και όταν ο διάκονος πήγε να σύρει το παραπέτασμα, αυτό δεν προχωρούσε. Κοίταξαν προσεκτικά μήπως κάτι το εμποδίζει και δεν βρήκαν τίποτε. Τότε ο αββάς σκέφτηκε καλύτερα και είπε: «Μήπως επειδή διώξαμε τον αδελφό μας συνέβη αυτό; Πηγαίνετε να τον φέρετε και θα μάθουμε». Όταν ήρθε ο αδελφός, έσυραν το παραπέτασμα και αμέσως μετακινήθηκε.
Να, αυτό είναι να θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για χάρη του πλησίον. Αν δεν φτάσουμε σε αυτό το μέτρο, τουλάχιστον ας μην καταλαλούμε σε βάρος του πλησίον, μήτε να τον κατακρίνουμε, για να μην αποξενωθούμε από τη χαρά που πρόκειται να απολαύσουν οι άγιοι.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014


Ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος συνομιλεί με ένα κρανίο!


Είπε ο αββάς Μακάριος:
Περπατούσα κάποτε στην έρημο, και βρήκα ένα κρανίο νεκρού πεταμένο στο έδαφος και όταν το κούνησα με την βάϊνη ράβδο μου μίλησε το κρανίο. Και του λέω: Ποιος είσαι εσύ;
Μου αποκρίθηκε το κρανίο:
-Εγώ ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών που απέμειναν σε αυτόν τον τόπο.
Εσύ δεν είσαι ο Μακάριος ο πνευματοφόρος, που όποια ώρα σπλαγχνισθείς τους ευρισκόμενους στην κόλαση και ευχηθείς για αυτούς, ανακουφίζονται λίγο;
Του λέει ο γέρων:
-Ποια είναι η ανακούφιση και ποια η τιμωρία;
Του λέει:
-Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο είναι το πυρ από κάτω μας, ενώ στεκόμαστε μέσα στο πυρ από τα ποδιά έως το κεφάλι και δεν είναι δυνατό να δει κανείς τον άλλον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του καθενός είναι κολλημένο προς την πλάτη του άλλου.
Όταν λοιπόν εσύ εύχεσαι για μας, τότε βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση.
Και κλαίγοντας ο γέρων είπε:

-Αλίμονο στην μέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος αν αυτή είναι η ανακούφιση από την τιμωρία.
Του λέει ο γέρων: Υπάρχει άλλη βάσανος χειρότερη;
Του λέει το κρανίο:
-Χειρότερη βάσανος είναι από κάτω μας.
Του λέει ο γέρων:
-Και ποιοι είναι εκεί;
Του λέει το κρανίο:
-Εμείς με την δικαιολογία ότι δεν γνωρίσαμε τον Θεό, ελεούμαστε λίγο τουλάχιστον, ενώ εκείνοι που είχαν γνωρίσει τον Θεό και Τον έχουν αρνηθεί, είναι από κάτω μας

Φωτεινά και κατάμαυρα πρόσωπα



Σχετικά με την προετοιμασία για την προσέλευση στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας διαβάζουμε στο Γεροντικό το εξής:
Ένας άγιος επίσκοπος, όταν έβγαινε στην ωραία πύλη για να κοινωνήσει το λαό, έβλεπε να πλησιάζουν μερικοί με κατάμαυρο πρόσωπο ή με εξογκωμένα μάτια. Αυτοί, μόλις έπαιρναν τα άχραντα Μυστήρια, καίγονταν.
Άλλοι όμως πλησίαζαν με ολόλευκα φορέματα και φωτεινό πρόσωπο, κι έπαιρναν το Σώμα του Κυρίου με προσοχή κι ευλάβεια.
 Αυτούς η θεία Κοινωνία τους λάμπρυνε περισσότερο.
Ο επίσκοπος παρακάλεσε το Θεό να του εξηγήσει αυτό Το μυστήριο. Τότε άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε και του είπε:
Όσοι κοινωνούν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, είναι αγνοί και καθαροί, δίκαιοι και σπλαχνικοί.
Αυτοί πλησιάζουν με καθαρή συνείδηση, γι’ αυτό τους επισκιάζει η θεία χάρη.
 Αντίθετα, όσοι φαίνονται κατάμαυροι, είναι βυθισμένοι ατή λάσπη των σαρκικών επιθυμιών.
 Όσοι έχουν ερεθισμένα κι εξογκωμένα μάτια, είναι πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι.
Αυτοί όχι μόνο δεν ωφελούνται από τη θεία Κοινωνία, αλλά καταδικάζονται, γιατί τολμούν να πλησιάσουν με ένοχη συνείδηση, χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο ενάρετος επίσκοπος κήρυξε μετάνοια στο ποίμνιό του κι εμπόδιζε τους ανάξιους από τη θεία Κοινωνία.

Μία θαυμαστή διήγηση από το Γεροντικό για την Θεία Δικαιοσύνη


Κάποιος αββάς που ασκήτευε και είχε παρρησία στο Θεό, τον παρακαλούσε με δάκρυα να του φανερώσει τον τρόπο που ο Θεός κρίνει και αποφασίζει σε κάποιες περιπτώσεις και που οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, αλλά νομίζουν ότι πρόκειται για παράξενα πράγματα. Ο Θεός όμως για πολύ καιρό δεν ήθελε να του φανερώσει τίποτα, επειδή ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τα μυστήρια του Θεού. Ο ασκητής πάλι δεν έπαυε νύχτα και μέρα να κάνει τη σχετική δέηση. Μια μέρα λοιπόν ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, έβαλε στην καρδιά του τον λογισμό να πάει να δει ένα γέροντα ασκητή, που βρισκόταν σε άλλο τόπο, όπου για να φτάσει κανείς έπρεπε να περπατήσει πολλές μέρες.
Σαν άρχισε την πορεία ο ασκητής, έστειλε ο Θεός στον δρόμο του έναν άγγελο με μορφή νέου καλογήρου, που τον χαιρέτησε με το «ευλόγησον πάτερ». Ο γέρων ασκητής αποκρίθηκε: «ο Θεός να σε συγχωρέσει, τέκνον μου». Τότε ο άγγελος ρώτησε τον γέροντα: «που πηγαίνεις, αββά;» και ο γέρων απάντησε: «πηγαίνω στον τάδε ασκητή να τον δω». Κι ο άγγελος είπε: «κι εγώ εκεί πηγαίνω και ας προχωρήσουμε μαζί».
Αφού περπάτησαν οι δυό τους την πρώτη μέρα, έφθασαν το βράδυ σ΄ένα χωριό και κατέλυσαν στο σπίτι ενός ευλαβούς και φιλόξενου ανθρώπου, που τους φιλοξένησε. Μάλιστα έφερε στην τράπεζα έναν ασημένιο δίσκο. Την ώρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν, πήρε ο άγγελος τον δίσκο κρυφά, τον πέταξε στον αέρα και ο δίσκος χάθηκε. Ο γέρων σαν το είδε αυτό λυπήθηκε, όμως δεν είπε τίποτα.
Την δεύτερη μέρα έφθασαν σε ένα άλλο χωριό, όπου τους περιποιήθηκε φιλόξενα ένας ευλαβής χριστιανός. Αυτός είχε ένα μονάκριβο γιό και τον έφερε να τον ευλογήσουν και να του δώσουν την ευχή τους. Ο άγγελος όμως την ώρα που επρόκειτο να φύγει μαζί με τον ασκητή, έπιασε το παιδί από το λαιμό και το έπνιξε. Μπροστά σ΄αυτό το θέαμα ο γέρων δοκίμασε μεγάλη έκπληξη και τρόμαξε, αλλά και πάλι δεν μίλησε.
Αφού περπάτησαν και την Τρίτη μέρα, έφθασαν σ΄ένα άλλο μέρος, αλλά επειδή δεν βρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί κάθισαν σε μια αυλή που είχε έναν τοίχο έτοιμο να πέσει. Ο άγγελος σηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, τον γκρέμισε και τον ξαναέκτισε αμέσως από τα θεμέλια.
Αντικρύζοντας κι αυτό το τελευταίο ο γέροντας δεν μπόρεσε πλέον να σιωπήσει, αλλά άρχισε να του λέει: σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του Υψίστου να μου πεις την αλήθεια. Τι είναι αυτά που έκανες; Άγγελος είσαι ή δαίμονας; Αυτά που έκανες δεν είναι έργα ανθρώπου. Κι όταν ο άγγελος ρώτησε «τι έκανα;», ο γέροντας είπε: «χθες και προχθές που μας δέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι άνθρωποι και μας φιλοξένησαν, εσύ του μεν ενός πήρες τον ασημένιο δίσκο και τον πέταξες στον αέρα και εξαφανίσθηκε, του Δε άλλου έπνιξες τον γιο. Και εδώ που ήρθαμε δεν μας πρόσφεραν καμμιά περιποίηση ή φιλοξενία, καταπιάστηκες με το κτίσιμο και τους ευεργετείς».
Τότε του αποκρίθηκε ο άγγελος: «άκουσε αββά, κι εγώ θα σου φανερώσω την αλήθεια των πραγμάτων. Ο πρώτος που μας δέχθηκε είναι άνθρωπος θεοφιλής και δίκαιος και διοικεί τα υπάρχοντά του κατά τις εντολές του Θεού. Εκείνος όμως ο ασημένιος δίσκος προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μην χάσει κοντά σ΄αυτόν και τον μισθό από τα καλά του έργα, με πρόσταξε ο Θεός να τον εξαφανίσω, ώστε να είναι η φιλοξενία του καθαρή και απαλλαγμένη από ανομία. Ο άλλος πάλι που μας φιλοξένησε, είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος και αν ζούσε ο γιος του, επρόκειτο να γίνει όργανο του σατανά και να διαπράξει πολλά κακά που θα έκαναν να λησμονηθούν τα καλά έργα του πατέρα του. Γι΄αυτό όρισε ο Θεός να πεθάνει κι εκείνος έτσι μικρός, για να σωθεί και η δική του ψυχή και του πατέρα του».
Τότε ο γέροντας είπε: «όλα αυτά τα έκανες καλά, τι έχεις όμως να πεις για την τελευταία περίπτωση;» και ο άγγελος απάντησε: « μάθε, πάτερ, και γι΄αυτό, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός και άδικος και θέλει να βλάψει πολλούς, αλλά δεν το μπορεί εξαιτίας της φτώχιας του. Ο παππούς του όταν έκτιζε αυτόν τον τοίχο, έκρυψε μέσα σ΄αυτόν χρήματα πολλά, κι αν τον είχα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός ιδιοκτήτης, θέλοντας να τον κτίσει, θα εύρισκε μέσα στα κατεδαφισμένα υλικά αυτά τα χρήματα και θα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει το κακό που ήθελε. Γι αυτό με πρόσταξε ο Θεός να στερεώσω τον τοίχο, για να μη βρει τα χρήματα ο κακός αυτός άνθρωπος, που επρόκειτο να τα χρησιμοποιήσει στις κακές του επιθυμίες και να βλάψει τους ανθρώπους. Και ξέρει ο Θεός πότε θα τον φανερώσει, σε άνθρωπο που πρέπει και θα τον χρησιμοποιήσει σε καλά έργα.
Είδες, λοιπόν πως κρίνει ο Θεός σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ζητούσες να μάθεις. Γι αυτό πήγαινε στο κελί σου και μη σε μέλει για τα πράγματα του κόσμου, πως και γιατί γίνονται. Διότι τα κρίματα του Θεού είναι απροσμέτρητη άβυσσος, όπως είπε ο προφήτης, και οι ενέργειές Του ανεξιχνίαστες και ακατανόητες και δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίζει τα πάντα με ακρίβεια. Πίστευε λοιπόν, πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμμία αδικία. Όσα επιτρέπει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται.
Όταν άκουσε αυτά από τον άγγελο ο ασκητής, δόξασε τον Θεό και, αφού αποσύρθηκε στο κελλί του, στο εξής δεν εξέταζε τίποτα.
Η νίκη του Χριστού.
Κάποιος μάγος έκανε ψευτοθαύματα με τη βοήθεια του διαβόλου, για να πλανεύει τους χριστιανούς και να τους παίρνει με το μέρος του.
Ανάμεσα στις άλλες θαυματουργίες του έκανε και τούτη: Έμπαινε στη φωτιά για πολλή ώρα. Ύστερα ζητούσε τη βοήθεια του δαίμονα, που έσβηνε τη φωτιά κι έτσι ο μάγος παρέμενε άβλαβής.
Όταν ο τοπικός επίσκοπος πληροφορήθηκε το περιστατικό, πήρε το άγιο αρτοφόριο με το δεσποτικό Σώμα και πλησίασε στη φωτιά. Αμέσως πρότεινε στο μάγο να δεθεί με αλυσίδα και να πέσει μέσα στη φωτιά, για να δει κι αυτός τη θαυμαστή του διάσωση.
Ο μάγος δέχτηκε να τον δέσουν και να τον ρίξουν στη φωτιά, νομίζοντας πως κι εκείνη τη φορά, όπως τόσες άλλες, θα γινόταν το θαύμα. Μόλις όμως βρέθηκε τυλιγμένος στις φλόγες, άρχισε να καίγεται και να φωνάζει δυνατά:
Βοήθησέ με δαίμονα, γιατί θα με καταφάει η φωτιά!
Άκουσαν όλοι τότε μία απαίσια φωνή: Πολλές φορές σε βοήθησα. Τώρα, όμως δεν μπορώ, γιατί στέκεται πλάι σου ο ισχυρότερός μου.
Έτσι λοιπόν ο μάγος έγινε στάχτη.

(Αγαπίου μοναχού, «Αμαρτωλών σωτηρία»)

O ποντικός και ο καλόγερος …

Μακάριοι οι ελεήμονες

red-temptation-ming-yeung.jpg
Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού.
Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.
Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου ;
Τι ήταν ; Ένα μικρό ποντίκι.
Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του.

Το είδε και είπε μέσα του, τι είπε μέσα του τώρα,
«Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
-«Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
-«Γιατί πεινάω, απάντησε το ποντίκι».
Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πως το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
-«Φύγε από δω βρε μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δω πως θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φραπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.

Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:

- «Μάθε το μία για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αββακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μία διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αββακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους. »
Και χάθηκε ο ποντικός.

πηγή: π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος (από το Γεροντικό)

Το σαρανταλείτουργο και η θαυμαστή σωτηρία

Διήγηση π.Στεφάνου Αναγνωστόπουλου.
Κάποτε, ένας χριστιανός, ενώ έσκαβε με πολλούς μαζί σ’ ένα νταμάρι, έπεσε βράχος και τους καταπλάκωσε η στοά. Η γυναίκα αυτού του χριστιανού, η κυρία Αργυρώ, έδωσε ό,τι είχε από το υστέρημά της σε έναν ιερέα να κάμη 40 Λειτουργίες για την ψυχή του άνδρα της σ’ ένα εξωκκλήσι κοντά στο μέρος όπου έγινε δυστύχημα, διότι επίστεψε ότι είναι νεκρός. Καθημερινά μάλιστα πήγαινε ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι με κρασί και μία λαμπάδα, σαν πτωχή που ήταν.
Όταν έφθασε ο ιερέας στις 20 Λειτουργίες, ο διάβολος φθόνησε την ευλάβεια της κυρά Αργυρώς και αφού μετασχηματίστηκε σε έναν γνωστό της χωρικό, την συνάντησε το πρωί στον δρόμο και της είπε: – Ξέρεις; Ο παπάς δεν πήγε στην Εκκλησία γιατί είχε δουλειά βιαστική και γι’ αυτό μην κοπιάζεις. Αύριο πηγαίνεις την προσφορά σου. Αυτό της το έκαμε ο διάβολος τρεις φορές στο διάστημα των 40 Λειτουργιών.
Εν τω μεταξύ, έγινε μεγάλη προσπάθεια ν’ ανοίξουν στοά στο ορυχείο, για να μπορέσουν να βγάλουν τα πτώματα, τα οποία ήσαν πάρα πολλά. Ήσαν όλοι τους νεκροί. Είχαν ήδη περάσει 40 ημέρες. Σκάβοντας ακόμη πιο βαθειά, έφθασαν σ’ ένα μέρος, όπου άκουσαν μία φωνή! Ανθρωπινή φωνή που τους έλεγε: – Προσέξτε, ζω! Σκάψτε με προσοχή, γιατί επάνω μου είναι δύο πέτρες, μην πέσουν και με θανατώσουν.
Αυτοί θαύμασαν και πράγματι, σκάβοντας με πολλή προσοχή από τα πλάγια, βρήκαν τον άνθρωπο ζωντανό και το ανήγγειλαν χαρούμενοι στην γυναίκα του. Απορούσαν όλοι πώς αυτός ο άνθρωπος έζησε επί 40 ημέρες χωρίς τροφή και χωρίς νερό. Κι αυτός τους είπε: – Κάθε μέρα μου έδινε κάποιος – αοράτως, δεν ξέρω πώς – ένα ψωμί και ένα μικρό δοχείο με κρασί, ενώ μία λαμπάδα αναμμένη ήταν μπροστά μου, και έτσι έτρωγα.
Εκτός από τρεις φορές, όπου δεν έφαγα τίποτε ούτε φως είδα και πικράθηκα πολύ, οδυρόμενος για τις αμαρτίες μου, γιατί νόμισα ότι έπαψε πλέον να με βοηθά αυτό το αόρατο χέρι του Θεού. Και ήμουν έτοιμος πλέον να πεθάνω από πείνα και δίψα.
Κατόπιν, είδα και πάλι την αναμμένη λαμπάδα, και δίπλα το ψωμί και το κρασί, όπως και πριν, και εδόξασα τον Θεό που δεν με εγκατέλειψε μέχρι τέλους και έτσι επέζησα και σώθηκα θαυματουργικά.
Όλοι βέβαια δοξολόγησαν τον Θεό, διότι ήσαν χριστιανοί και έμειναν με την απορία του μεγάλου αυτού θαυμαστού γεγονότος. Αυτή, χριστιανοί μου, είναι η πίστις μας! Αυτή είναι η ορθοδοξία μας: Η Θεία Λειτουργία!
(Από το υπό έκδοση βιβλίο μας-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ)
Σαρανταλείτουργο « υπέρ αναπαύσεως»
Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΝΙΗΛ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων, έχει καταχωρισμένο ατά χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη.
Κάποιος ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό του παπα-Δημήτρη και του είπε: Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα; Ο ιερέας, γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το έξης:
- Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ’ ένα εξωκλήσι.
Έτσι κι έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης – αυτό ήταν το όνομά του – άφησε εντολή στο γιο του να κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο. Κι εκείνος, υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη. Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει το σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στο μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των αγίων Αποστόλων.
Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει ατό σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επόμενη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη Δευτέρα.
Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. ‘Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: «Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, η τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά
των ζώντων;»
Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πώς βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη ευωδία. «Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!», μονολόγησε. «Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!» Εξετάζοντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ’ τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η ομορφιά του ήταν ανέκφραστη. Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε – τι χαρά! – βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο.
- Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή.
- Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι’ αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πως τα περνάς εδώ; πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
- Η φιλανθρωπία του ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σ’ αυτό το μέρος. Ήταν μάλιστα να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι ο οικοδόμος όμως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία- έβγαλε απόψε το δόντι του – κι έτσι δεν τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω αύριο.
Ύστερα απ’ αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των αγίων Απόστολων. Ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχθηκε με χαρά: -
- Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο.
Αυτό το είπε για να μην τον λυπήσει. ο επισκέπτης. Τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό του δράμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ο πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό. – - Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανένα.


1. Ο αββάς Αντώνιος προφήτευσε στον αββά Αμωνά και είπε: «Θα προκόψεις στο φόβο του Θεού». Τον έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια πέτρα και του είπε: «Βρίσε την πέτρα και κτύπησέ την».Και το ’κανε. Τον ρωτάει ο αββάς Αντώνιος: «Μήπως μίλησε η πέτρα;» «Όχι» απάντησε εκείνος . «Και συ ―του είπε ο αββάς Αντώνιος― πρόκειται να φθάσεις σ’αυτό το μέτρο» όπως και έγινε. Πρόκοψε ο αββάς Αμμωνάς τόσο πολύ, ώστε από πολύ αγαθότητα να μη διακρίνει την κακία. Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι το εξής: Όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος, του έφεραν μια κοπέλα έγκυο και του λένε: «Τιμώρησέ την». Κι εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και παρήγγειλε να της δώσουν δύο σεντόνια λέγοντας: «Μη τυχόν πάνω στη γέννα πεθάνει αυτή ή το βρέφος και δεν βρει τα απαραίτητα για την κηδεία». Του λένε τότε οι κατήγοροί της: «Γιατί το ’κανες αυτό; Βαλ’ της κανόνα». Κι εκείνος είπε : «Αδελφοί, βλέπετε ότι κινδυνεύει να πεθάνει, τί μπορώ εγώ να κάνω;» Και την άφησε να φύγει. Ποτέ δεν τόλμησε ο Γέροντας να καταδικάσει άνθρωπο.
2. Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους, πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ένα μεγάλο πιθάρι. Κετέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ».Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.
3. Έναν αδελφό που είχε πέσει σε κάποιο αμάρτημα, τον απομάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώθηκε τότε ο αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του λέγοντας: «Κι εγώ αμαρτωλός είμαι».
4. Είπε ο αββάς Ηλίας: «Είδα εγώ κάποιον να βάζει κάτω από τη μασχάλη ένα δοχείο κρασί και για να καταισχύνω τους δαίμονες ότι ήταν εντύπωση πλανερή (και όχι πραγματική), λέω στον αδελφό: «Κάνε αγάπη και σήκωσέ το μου αυτό. Και μόλις σήκωσε το επανωφόρι του, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτε κάτω από τη μασχάλη του. Αυτό το ανέφερα με την έννοια ότι και με τα ίδια σας τα μάτια αν δείτε κάτι ή ακούσετε κάτι, μην το πιστέψετε. Πολύ περισσότερο να προσέχετε τους λογισμούς, τις σκέψεις και τα νοήματα, γνωρίζοντας ότι οι δαίμονες τα σπέρνουν αυτά στην ψυχή για να τη διαστρέψουν, ώστε να σκέφτεται αυτά που την βλάπτουν και για να απομακρύνουν τον νού από τις αμαρτίες μας και από τον Θεό».
5. Ήλθε κάποτε ένα παιδί δαιμονισμένο, για να θεραπευθεί και επισκέφθηκε κάποιον αδελφό από ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Βγαίνει ο Γέροντας έξω και βλέπει τον αδελφό να αμαρτάνει με το παιδί και δεν τον ήλεγξε λέγοντας: «Εφόσον ο Θεός που τον έπλασε τον βλέπει και δεν τον καίει, ποιός είμαι εγώ, για να τον ελέγξω;»
6. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος (Ιω.10, 34). Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε και εκείνα που άκουε σαν να μην τα άκουε .
7. Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου ―απαντά ο Γέροντας― που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν .
8. Είπε επίσης: «Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει το νεκρό του πλησίον.
Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.
Μην κατηγορείς κανένα· να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’αυτόν που κατηγορεί· να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.
Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο· και να μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.»
9. Έλεγαν για τον αββά Μάρκο τον Αιγύπτιο ότι έμεινε τριάντα χρόνια χωρίς να βγεί απ΄ το κελί του. Ο πρεσβύτερος συνήθιζε να πηγαίνει και να του κάνει την Θεία Λειτουργία. Ο διάβολος όμως βλέποντας την ενάρετη υπομονή του ανδρός, σοφίστηκε να τον ρίξει στον πειρασμό της κατάκρισης. Έτσι έκανε κάποιον δαιμονισμένο να πάει στον Γέροντα για να του ζητήσει τάχα την προσευχή του. Αυτός λοιπόν ο δαιμονισμένος πριν από κάθε άλλο λόγο είπε στον Γέροντα: «Ο πρεσβύτερός σου μυρίζει αμαρτία. Μην τον αφήσεις άλλη φορά νά ’ρθει κοντά σου». Και ο θεόπνευστος ανθρωπος του είπε: «Παιδί μου, όλοι τη βρωμιά την πετούν έξω και εσύ μου την έφερες εδώ; Η Γραφή λέει: Μην κρίνετε για να μην κριθείτε (Ματθ. 7,1). Αλλά αν είναι αμαρτωλός ο Κύριος θα τον σώσει. Είναι μάλιστα γραμμένο στην Αγία Γραφή: Να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να θεραπευθείτε (Ιακ. 5,16)».Και πάνω στον λόγο αυτό, προσευχήθηκε και έδιωξε τον δαίμονα από τον άνθρωπο και τον έστειλε υγιή.
Όταν λοιπόν ήρθε ο πρσβύτερος, όπως συνήθιζε, τον υποδέχθηκε ο Γέροντας μετά χαράς. Ο Θεός που γνώριζε την ακακία του Γέροντα, του έδειξε θαυμαστό σημάδι. Όταν ήρθε η ώρα να σταθεί ο πρεσβύτερος μπροστά στην αγία Τράπεζα, όπως ο ίδιος ο Γέροντας το περιέγραψε, «είδα άγγελο Κυρίου να κατεβαίνει από ψηλά και έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του κληρικού και έγινε ο κληρικός σαν ένας στύλος φωτιάς. Και εγώ καθώς έμεινα έκπληκτος από το θέαμα, άκουσα μια φωνή να μου λέει: Άνθρωπε γιατί εκπλήττεσαι μ’αυτό που γίνεται; Εάν ένας επίγειος βασιλιάς δεν θ’αφήσει τους μεγιστάνες του να στέκονται μπροστά του ρυπαροί, αλλά μόνο αν έχουν επίσημη περιβολή πόσο περισσότερο η θεία δύναμη δεν θα καθαρίσει τους λειτουργούς των αρρήτων μυστηρίων, όταν στέκονται μπροστά στην άφατη δόξα;»
Έτσι ο γενναίος του Χριστού αθλητής ο Μάρκος ο Αιγύπτιος, αναδείχθηκε μεγάλος και έγινε άξιος του χαρίσματος αυτού, επειδή δεν κατέκρινε τον κληρικό.
10. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: «Εάν δώ κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;» Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας».
11. Είπε ένας Γέροντας: «Μην κρίνεις τον πόρνο, εάν εσύ είσαι σώφρων. Κι εσύ είσαι παραβάτης του νόμου όπως κι εκείνος. Γιατί Αυτός που είπε να μην πορνεύσεις (Ματθ. 5,27), είπε και να μην κρίνεις (Ματθ. 7,1)».
12. Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».
13. Ένας άγιος άνθρωπος, όταν είδε κάποιον να αμαρτάνει, δάκρυσε και είπε: «Αυτός σήμερα και εγώ σίγουρα αύριο». Ακόμη κι αν πραγματικά αμαρτήσει κάποιος μπροστά σου, μην τον κρίνεις, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό απ’αυτόν, έστω κι αν είναι κοσμικός.
14. Κάποιος αμαρτωλός έκανε μια ερώτηση σ’ έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό.
«Ας υποθέσουμε―είπε―ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;» Ο Γέροντας είπε: «Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώσει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη».
15. Άκουσε κάποιος από τους Αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας και είπε: «Ω, άσχημα έκανε». Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός και πάει άγγελος του Θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει: «Δες αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω· στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;» Μετά απ’αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.
16. Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: «Γιατί δεν μπορώ να κατοικήσω μαζί με άλλους αδελφούς;» Κι εκείνος είπε: «Γιατί δεν φοβάσαι τον Θεό. Αν θυμόσουν αυτά που λέει η αγία Γραφή ότι στα Σόδομα σώθηκε ο Λώτ, επειδή δεν κατέκρινε κανένα και εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να κατοικήσει και σε θηρία ανάμεσα».
17. Είπε ένας Γέροντας: «Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δείς καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι που βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου. Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι. Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς· σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.
Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον. Γιατί να μη προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας; Και εννοώ τα κακά τα δικά μας που καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκεται να δώσουμε λόγο στον Θεό. Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού; Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον; Τί ζητάμε από τα βάρη του άλλου; Έχουμε, αδελφοί τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες, Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη· τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του· την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες του· ανήκει στον Θεό πού κρίνει ανάλογα με το καθένα απ’ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τά γνωρίζει».
18. Είπε ακόμη: «Ας αποκτήσουμε αγάπη· Ας αποκτήσουμε συμπόνια για τον πλησίον, ώστε να αποφύγουμε τη φοβερή καταλαλιά και το να καταδικάζουμε κάποιον ή να τον εξουθενώνουμε. Ας βοηθούμε ο ένας τον άλλον σαν να είναι δικό μας μέλος, γιατί είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, όπως λέει ο Απόστολος· όλοι είμαστε ένα σώμα και ο καθένας μας είναι μέλος του σώματος στο οποίο ανήκουν και οι άλλοι ως μέλη (Ρωμ. 12,5). Και όταν πάσχει ένα μέλος συμπάσχουν όλα τα άλλα».
(Από το Μεγάλο Γεροντικό)

Δέχεται ο Θεός τον διάβολο σε μετάνοια;

 

Η ακόλουθη διήγησις που προέρχεται μάλλον από κάποια λιγότερο γνωστή παραλλαγή της συστηματικής συλλογής του Γεροντικού* σκοπό έχει να διδάξη πόσο μεγάλη είναι η φι­λανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζη ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο.
 ***
Κάποιος άγιος γέρον­τας, μεγάλος και διο­ρατικός, έχοντας νική­σει και ξεπεράσει ό­λους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λά­βει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθέ­νας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζον­τας τους την πτώσι τους από τους ουρα­νούς και την αιώνια κόλασι του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέ­ροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύ­ματος. Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:

Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ’ αυτό και να τον δοκιμάσω;
Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ’ εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπρο­στά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους ό­σους προστρέχουν σ’ Αυτόν, δεν αποκάλυ­ψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και τον ρώτησε:
Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;
Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρω­πος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημά­των μου.
— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακό­μη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα ό­μως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέ­σως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»
Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυ­ψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
Μη λυπηθής γι’ αυτό το πράγμα. Διό­τι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονο­μία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτω­λών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κα­νέναν από εκείνους που προσέρχονται σ’ Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ’ Αυτόν δεν τον απο­στρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια εί­ναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γί­νεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσε­χε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν’ αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατο­λάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυ­νατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τό­σες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρ­χαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρ­χαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετα­νοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέ­λεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπί­ζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορ­πιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμ­πόνηρο». Έπειτα του λέει:

— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι’ εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θε­ός να κάνω;

Ο Θεός προστάζει να σταθής σ’ ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς α­νατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέη­σόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κά­νης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέ­λους του. Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετα­νοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέ­σως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέ­σω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσε­ως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απά­τη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κα­κό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μά­λιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερη­μώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετά­νοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κα­κό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 7

Διήγηση για τον επίσκοπο που έπεσε σε σαρκικό αμάρτημα.


Κάποτε, στα βυζαντινά χρόνια ζούσε σε μια πόλη ένας ιδιαίτερα λαοφιλής επίσκοπος, αλλά ξαφνικά του συνέβη κάτι τρομερό. Εξαιτίας μάλλον της αδυναμίας του ή της αφέλειάς του και φυσικά λόγω διαβολικής ενέργειας, αυτός ο επίσκοπος έπεσε σε σαρκικό αμάρτημα.
Την Κυριακή, όταν όλη η πόλη μαζεύτηκε στον ναό για τη θεία Λειτουργία, ο επίσκοπος στάθηκε ενώπιον του λαού, έβγαλε το ωμοφόριό του, σύμβολο του επισκοπικού του αξιώματος και είπε:
«Δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι επίσκοπός σας, επειδή έπεσα σε σαρκικό αμάρτημα».
Στην αρχή επικράτησε απόλυτη σιγή, αλλά έπειτα το πλήθος σε ολόκληρο το ναό ξέσπασε σε λυγμούς. Οι άνθρωποι απλά στέκονταν και έκλαιγαν. Ο επίσκοπος με σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στους ενορίτες έκλαιγε και αυτός. Τελικά, όταν σταμάτησαν τα κλάματα, του είπαν:
«Και τώρα τι κάνουμε; Εμείς εξακολουθούμε να σε αγαπάμε! Ξαναφόρεσε τα άμφιά σου και συνέχισε τη Λειτουργία. Παραμένεις επίσκοπος και ποιμένας μας».
Ο επίσκοπος όμως απάντησε:
«Σας ευχαριστώ για τη μεγαλοψυχία σας, αλλά πραγματικά είμαι ανάξιος, για να παραμείνω επίσκοπος. Σύμφωνα με τους κανόνες των αγίων Πατέρων, επίσκοπος που πέφτει σε τέτοιου είδους αμάρτημα απαγορεύεται πλέον να τελεί τη θεία Λειτουργία».
Ο λαός όμως απάντησε:
«Δε γνωρίζουμε όλους τους εκκλησιαστικούς κανόνες, αλλά σίγουρα είναι σωστοί και δίκαιοι. Όμως εμείς, όλα αυτά τα χρόνια που είσαι επίσκοπος στην πόλη μας, σε έχουμε αγαπήσει. Όλα είναι μες στη ζωή. Σε παρακαλούμε να ξαναφορέσεις τα άμφιά σου και να συνεχίσεις τη Λειτουργία. Εμείς σε συγχωρούμε».
Ο επίσκοπος με πικρία χαμογέλασε και τους απάντησε:
«Εσείς με συγχωρήσατε…. Αλλά εγώ δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου, ούτε η Εκκλησία θα με συγχωρήσει. Δεν υπάρχει εξιλέωση για μένα ενώπιον του Κυρίου. Γι’ αυτό παραμερίστε, αφήστε με να φύγω σας παρακαλώ, να πάω στην έρημο να κλάψω για την αμαρτία μου και να μετανοήσω».
Ο λαός ωστόσο στάθηκε μπροστά του πιεστικά, ούτε να κατέβει από τον άμβωνα δεν άφηνε τον επίσκοπο.
«Όχι!», επέμεναν όλοι. «Είσαι ο επίσκοπός μας, φόρεσε ξανά τα άμφιά σου και συνέχισε τη Λειτουργία!».
Αυτό συνεχίστηκε έως αργά το βράδυ. Ο λαός ήταν ανυποχώρητος και ο δύσμοιρος επίσκοπος δεν ήξερε τι να κάνει. Βλέποντας ότι οι άνθρωποι δεν πρόκειται να τον αφήσουν, είπε:
«Εντάξει, γεννηθήτω κατά το θέλημά σας! Θα μείνω όμως υπό έναν όρο. Θα ξαπλώσω στην είσοδο κι εσείς θα βγείτε όλοι από τον ναό, ώστε ο καθένας που θα περνάει, έχοντας επίγνωση της αμαρτίας μου, να με λακτίζει για να ξέρουν όλοι πόσο αμαρτωλός είμαι και τι αξίζω».
Επειδή ο επίσκοπος αυτή τη φορά δεν υποχώρησε, ο λαός αναγκάστηκε να υπακούσει. Ο επίσκοπος ξάπλωσε μπροστά στην είσοδο του ναού και όλοι οι ενορίτες, μικροί μεγάλοι, άλλοι με πόνο, άλλοι με δάκρυα έβγαιναν από τον ναό καταφέροντας λακτίσματα εναντίον του.
Την ώρα που ο τελευταίος ενορίτης έβγαινε από τον ναό, μεγάλη φωνή ακούστηκε από τον ουρανό. «Λόγω της μεγάλης του ταπείνωσης, αφίεται η αμαρτία αυτού!».
Τότε οι υποδιάκονοι έφεραν στον επίσκοπο ξανά τα ιερατικά του άμφια και εκείνος συνέχισε τη θεία Λειτουργία.   (σελ..355-357)
Πηγή :   σχεδόν άγιοι     (π. Τύχων Σεβκούνωφ)   ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Ένα σκάνδαλο, πολλές αμαρτίες και ένας Άγιος

Μια από τις ωραιότερες ιστορίες του Λαυσαϊκού περιγράφει το βίο ενός μοναχού, που αφού εγκατέλειψε το μοναστήρι, δούλευε σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Και όπως από κάθε λιμάνι, ούτε απ’ αυτό έλειπαν οι πόρνες. Ο «μοναχός» δούλευε όλη την ημέρα, και το βράδυ ξόδευε όλα όσα κέρδιζε, «αγοράζοντας» την συντροφιά μιας πόρνης για όλη τη νύχτα.
Ήταν η ντροπή των χριστιανών της πόλης, ήταν το σκάνδαλο της Εκκλησίας. Τα χρόνια πέρναγαν και παρά τις εκκλήσεις και τις συστάσεις, αυτός συνέχιζε την αμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, όπως σε όλους μας, ο θάνατος ήρθε σαν λύτρωση, σαν φάρμακο που θα τον έσωζε από τις αμαρτίες που δεν σταμάτησε να κάνει ακόμη και λίγο πριν πεθάνει. Και πώς να τον αφήσουν χωρίς ταφή για χριστιανό; Οι παπάδες της πόλης τον πήραν να τον κηδέψουν και μαζί του να θάψουν το σκάνδαλο. Το νέο μαθεύτηκε: Ο «γεροπόρνος» μοναχός πέθανε. Ποιος άραγε θα πήγαινε στην εκκλησία να τον αποχαιρετήσει;
Η εκκλησία στην κηδεία του γέμισε από γυναίκες της Αλεξάνδρειας, τίμιες γυναίκες, χριστιανές, που ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν, μα όχι σαν έναν οποιοδήποτε νεκρό, σαν άγιο! Κάποιος γνώρισε σε κάποια από αυτές το πρόσωπο μιας πόρνης, που είχε καιρό να δει στο λιμάνι… δεν ήταν όμως, όπως την θυμόταν. Κάποιες άλλες, απλά τους θυμίζαν κάτι απόμακρο.
Τότε η πόλη έμαθε πως ο «γεροπόρνος» μοναχός ήταν ένας άγιος, που με τα λεφτά που κέρδιζε, εξαγόραζε μια νύχτα χωρίς αμαρτία, αγόραζε το «δικαίωμα» στο σώμα τους για να κερδίσει την ψυχή τους. Τότε η πόλη έμαθε, ότι αυτός που νομίζαν ότι είναι το «σκάνδαλο» ήταν η αγνότητα, η άδολη αγάπη, η αυταπάρνηση, ο άνθρωπος, ο λόγος του Θεού, η προσευχή και η θέωση. Γιατί ο άνθρωπος του Χριστού δεν κρίνεται στη διάρκεια της ζωής του, αλλά στο τέλος της. Γιατί ακόμη κι όταν ο ίδιος ζει «καθώς πρέπει», πρέπει να μαρτυρήσει, πρέπει να ζήσει την μαρτυρία και το μαρτύριο. Τελικά ποιος είναι το σκάνδαλο, ο άλλος ή εμείς; Μήπως εγώ είμαι αυτός που θέτω στον άλλο το προσωπείο που μου ταιριάζει να τον βλέπω; Μήπως γιατί φοβάμαι μην αποκαλυφθεί το δικό μου προσωπείο;
Και τελικά τι κάνουμε με το σκάνδαλο, ποιος το κουβαλά, ποιος θα «σώσει» το σκάνδαλο; Το ερώτημα είναι ουσιαστικό, γιατί το σκάνδαλο του άλλου έχει μια θεμελιακή λειτουργία: Γεμίζει τα δικά μας κενά, τα κενά του εγωισμού μας. Είναι εύκολο να κατηγορήσουμε, είναι εύκολο να γκρεμίσουμε, αλλά είναι δύσκολο να πούμε τον καλό λόγο, να δουλέψουμε για το κοινό καλό! Υιοθετούμε επιλογές απάνθρωπες καταρχήν για τον εαυτό μας, που οδηγούν στην κάθε μορφής κρίση, η οποία δεν είναι υπόθεση ιδεολογίας, θεωρίας ή δομών, είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της λειτουργίας χωρίς πραγματικό σκοπό, η είσοδος σε έναν μηχανισμό κατάρρευσης και φθοράς. Σήμερα ζούμε με μοναδική ένταση την ποιοτική απώλεια των εσωτερικών κριτήριων μιας κοινωνίας που δεν «κοινωνεί», αλλά μόνο «επικοινωνεί» τα αδιάλειπτα κενά της. Η «πραγματική ζωή» δεν είναι η δική μας, αλλά του αλλού. Εντούτοις οφείλουμε να αναζητήσουμε την δική μας ζωή, γιατί στην τελική Κρίση το δικό μας βιβλίο, της ζωής μας, θα είναι αδειανό.
του Ιωάννη Αντ. Παναγιωτόπουλου
Λέκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος.Ο ιδιαίτερος προστάτης των Μοναχών

imagesCABPEOUJ
« Εγινε κάποτε Πατριάρχης της αγίας Πόλεως  Ιερουσαλὴμ κάποιος με το όνομα  Αμώς, ο οποίος από ενέργεια δαιμονική ήταν μισομόναχος, παρά το ότι προηγουμένως ήταν Μοναχός, αν και ανάξιος.

Κατά παραχώρηση  Θεού, κάποιος Μοναχός έπεσε σε αμαρτία· ο  Αμώς, αντί να τον συμβουλεύσει  για να τον φέρει σε μετάνοια και να μη κολασθεί, τον συνέλαβε, του έβγαλε το  Αγγελικὸ Σχήμα, έπιασε έναν χοίρο, του φόρεσε το Σχήμα και τον απέλυσε μέσα στην Πόλι, πράγμα το οποίο  λύπησε πολύ τον Κύριό μας.Λοιπόν, την νύκτα εκείνη φαίνεται στον Πατριάρχη ο  Αγιος  Ιωάννης ο Πρόδρομος, φοβερίζοντας αυτόν και λέγοντας:
«Επειδὴ ούτως εποίησας, ατιμάσας το Σχήμά  μου , μέλλω δίκην ποιείν εν τη  Ημέρᾳ της Κρίσεως επί του φοβερού βήματος του Χριστού!»   .
Ο Πατριάρχης ξύπνησε με φόβο και τρόμο και άρχισε να κτίζει Ναό του  Αγίου  Ιωάννου του Προδρόμου έξω από την Πόλη  απέναντι του  Αγίου Στεφάνου ανατολικά.
Αφού τελείωσε τον Ναό και πλούσια τον εκόσμησε, προσευχόταν ολόψυχα, νηστεύοντας και αγρυπνώντας, να του συγχωρηθεί  η αμαρτία που έκανε, να ατιμάσει  δηλαδή το άγιο Σχήμα.
Αλλά τι συνέβη ; Φαίνεται πάλι σε αυτόν για δεύτερη φορά ο  Αγιος  Ιωάννης και του λέγει:
«Αλήθειαν λέγω σοι, ότι ει και άλλους πέντε Ναούς κτίσεις μοι, μείζονας και ωραιοτέρους, ου συγχωρηθής δια την αμαρτίαν, ην εποίησας, αλλά δίκην ποιήσω μετά σου, εν τη φοβερά  Ημέρᾳ της Κρίσεως!»  .
Μετά από ολίγο χρόνο απέθανε ο  Αμὼς και το όνομά του εξαλείφθηκε αοράτως από τα Δίπτυχα της  Εκκλησίας της  Αγίας του Χριστού και Θεού μας  Αναστάσεως! ».
(Aπλοποιημένη διήγηση από παλιό χειρόγραφο της Μονής Δοχειαρίου-.Περιοδικό Αγιος Κυπριανός)

Η αμετανόητη …

image032

Κάποτε, μία γυναίκα ζούσε με νηστείες και προσευχές.
Φαινόταν εξωτερικά ευλαβής, είχε όμως πολλή υπερηφάνεια και πίστευε πως ήταν αγία.

Είχε επίσης τόση μνησικακία, που, αν μάλωνε με κάποια άλλη, όχι μόνο δεν τη συγχωρούσε, μα ούτε ήθελε να την ξαναδεί στα μάτια της.
Κάποτε αρρώστησε και κάλεσε τον πνευματικό, αλλά δεν εξομολογήθηκε καθαρά- αυτό το συνηθίζουν μερικοί επιπόλαιοι χριστιανοί, που κρύβουν τις μεγάλες αμαρτίες και φανερώνουν τις μικρές.
Τέλος, όταν ο ιερέας έφερε τα Άγια για να την κοινωνήσει, εκείνη γύρισε στον τοίχο το πρόσωπο και δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει τον θείο μαργαρίτη.

Την ίδια στιγμή, με θεία παραχώρηση, ομολόγησε με δυνατή φωνή:
Όπως εγώ από υπερηφάνεια δεν συγχωρούσα όσους μου έφταιγαν, αλλά τους αποστρεφόμουν, έτσι τώρα αποστρέφει και ο Κύριος το πρόσωπό Του από μένα και δεν θέλει να μπει στην ανάξια ψυχή μου. Δεν θα τον δω στην ουράνια βασιλεία, αλλά θα καίγομαι στην αιώνια κόλαση!

Και μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε…
(Αγαπίου μοναχού(Λάνδου), «Αμαρτωλών σωτηρία»)