Εικόνα

Εικόνα
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Οι ιερείς και οι γονείς(Αγ.Ιωάννης Χρυσόστομος)



-Οἱ γονεῖς μας, ὁ πατέρας μας καί ἡ μητέρα μας, εἶναι ἱερά πρόσωπα γιά μᾶς. Ἔχουν ἀπό τό Θεό μεγάλη χάρη καί εὐλογία. Μά πιό μεγάλη ἀπό αὐτούς χάρη καί εὐλογία ἔχουν οἱ ἱερεῖς μας.

- Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στούς ἱερεῖς καί στούς γονεῖς μας εἶναι πολύ μεγάλη. Εἶναι τόσο μεγάλη, ὅσο μεγάλη εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν παροῦσα ζωή καί στήν αἰώνια.

- Οἱ γονεῖς, γεννοῦν παιδιά, γιά τήν παροῦσα ζωή· οἱ ἱερεῖς, γιά τήν ἄλλη.

Οἱ γονεῖς, δέν μποροῦν, οὔτε νά σώσουν τά παιδιά τους, οὔτε νά τά προφυλάξουν· οὔτε ἀπό ἀρρώστειες· οὔτε ἀπό τόν θάνατο! - Οἱ ἱερεῖς, μποροῦν. Καί σώζουν. Ψυχές ἄρρωστες. Ἀπό τό χεῖλος τῆς ἀπωλείας! Κάνουν καί σταματάει τό κατρακύλισμα: μέ τά λόγια τους· μέ τίς συμβουλές τους· καί μέ τίς εὐχές τους.

-Οἱ γονεῖς, ἄν τά παιδιά τους πρόσβαλαν κανέναν μεγάλον, δέν μποροῦν νά τά προστατεύσουν! - Οἱ ἱερεῖς, μᾶς βγάζουν ἀσπροπρόσωπους, ἀκόμη καί ἄν ἐναντίον μας ἔχει ὀργισθῆ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεός ἔχει δεσμευθῆ νά τούς ἀκούει.

(Περί Ἱερωσύνης, Λόγ. Γ, 6)


«ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ» του Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ

Ήμουν άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά τον Θεό. Ζούσα μέσα στην ντροπή και την πορνεία και ήμουν νεκρή στην γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στην μετάνοια.

Στα 1962 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμεινα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα κι έκανα θεραπεία σε γιατρούς ελπίζοντας να βρω γιατρειά. Τους τελευταίους έξι μήνες είχα τελείως αδυνατήσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική, κάλεσαν έναν καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν. Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά αμέσως πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δυο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο εκοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο. Στεκόμουν και εσκεπτόμουν, γιατί είμαστε δύο ; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οι κομμουνιστές, μας φούσκωναν τα μυαλά και μας εδίδασκαν ότι ψυχή και Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόησις των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει. Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι επάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν : «αυτή δεν έχει με τί να ζήσει». Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουν : «Πώς και πού είμαστε δύο ; Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη ;» Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθια μου όπως – όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευμένους ιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο ανατομείο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουν και σκεφτόμουν πώς και από πού είμαστε δύο ; Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι. Μετά απ΄ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομαζόταν Αντρούσκα (Ανδρέας). Ο γιος μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι. Άρχισε να κλαίει και να λέει : «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες ; Είμαι ακόμη μικρός, πώς θα ζήσω χωρίς εσένα ; Πατέρα δεν έχω και εσύ πέθανες ;»

Εγώ, τότε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε, ούτε με πρόσεξε, αλλά εκοίταζε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλαιγε ο αδερφός μου. Μετά απ΄ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα επειδή πίστευε στον Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απέκτησα με αδικία και την πορνεία. Η αδερφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στον γιο μου. Η αδελφή μου δεν έδινε τίποτα, αλλά επί πλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας : «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιο σου και συ δεν είσαι τίποτα». Μετά απ΄ αυτό, αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου επήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου, είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.

Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη Μπάρναουλ. Μετά βλέπω ότι η πόλις χάθηκε. Έγινε σκοτάδι. Μετά απ΄ αυτό άρχισε και πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως, το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το δω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα μεγέθους ενάμιση μέτρου.

Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δέντρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ΄ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφθηκα : πού βρίσκομαι εγώ τώρα ; Αν βρίσκομαι στη γη, τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμου ούτε συγκοινωνία ; Τί μέρος είναι τούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιός τέλος πάντων ζει εδώ ; Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία ψιλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία εφαίνοντο τα δάκτυλα των ποδιών. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπό του με τα χέρια του και για κάτι έκλαιγε πολύ και πικρά παρακαλούσε, αλλά για πιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφθηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. (Σημείωσις : Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για εμάς και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους).

Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. (Σημείωσις : Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πώς και πόσο πικρά κλαίει ο Άγιος Άγγελος φύλακας, όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη χάνοντας την ψυχή του για πάντα). Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να την ρωτήσω : «Πού βρίσκομαι ;» Την στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή εσταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια  προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, πού θα πάει αυτή έτσι ;» Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρισκόταν στον ουρανό και το σώμα μου έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει : «επιστρέψτε την στην γη, για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε : «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου της γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ο πατέρας της. Δείξτε της το μέρος για το οποίο άξιζε».

Αμέσως βρέθηκα στον άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρι εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάστακτη. Αυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη κλπ. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ εκραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια, ούτε έλεος από κανέναν. Εκεί είδα πώς παρουσιάσθηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. Αυτός της απάντησε : «Εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους  : Δεν πρέπει να γεννάται παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά. Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά».

Σε μένα ο Κύριος είπε : «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά συ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω. Όπως στην γη έζησες χωρίς Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις !».

Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που έπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτήν βγήκε ο ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στεκόταν με σκυμμένο κεφάλι και κάποια φωνή με ερωτά : «Ποιος είναι αυτός ;». Εγώ απάντησα : «Ο ιερέας μας».

«Συ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης αλλά πραγματικός ποιμένας. δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά τον βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί εμένα. μάθε ακόμη και τούτο : Αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολογήσεως, εγώ δεν θα σε συγχωρέσω».

Τότε άρχισα να παρακαλάω : «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο».

Ο Κύριος είπε : «Ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι΄ αυτόν».

«Κρίμα», απάντησα εγώ.

Τότε εκείνος αποκρίθηκε : «Εγώ σας λυπούμαι όλους  και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας».

Εδώ πέρα εμφανίσθηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, που ενωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να την ρωτήσω : «Υπάρχει εδώ σε σας Παράδεισος ;». Αντί για απάντηση μετά απ΄ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση, στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα απ΄ ό,τι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματα μου και εφώναζαν : «Εσύ μας υπηρέτησες, όταν ήσουν στη γη». Άρχισαν να διαβάζουν τα αμαρτήματα μου. όλα τα έργα μου ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με χτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων.

Όταν το πυρ εδυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη. ήταν σακατεμένες, με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. μου έλεγαν ότι «είσαι συντρόφισσα» (φαίνεται ότι ήταν κομμουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ, έτσι και εμείς, όταν ήμασταν στη γη, δεν αναγνωρίζαμε τον Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετανόησαν, πήγαιναν στην εκκλησία, προσεύχονταν στον Θεό, ελεούσαν τους πτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί εκεί πάνω». (Σημείωσις : δηλαδή στον παράδεισο, τον οποίον αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν».

Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαινόταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.

Μετά από αυτό εμφανίσθηκε εκ νέου η Θεοτόκος Μαρία και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που εβασανίζοντο στην κόλαση, άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος : «Ουράνια Βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» ή φώναζαν. «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε και δεν υπάρχει σταγόνα νερό».

Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε : «Όσο ζούσατε στην γη δεν με αναγνωρίζατε και δεν μετανοούσατε για τις αμαρτίες στον Υιό μου και Θεό σας και εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Υιού μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα Του. Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούσαν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία Εκκλησία».

Μετά απ΄ αυτό, εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατές κραυγές φωνών : «Κυρία Θεοτόκε, μη μας αφήνεις».

Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Θεοτόκος ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας : «Τι να κάνω με αυτήν, που να την βάλω ;». Μια φωνή απάντησε : «Άφησέ της από τα μαλλιά».

Τότε η Θεοτόκος έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ΄ αυτήν δεν έβλεπα τίποτα. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς. εκινούντο σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Θεοτόκος μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά δεν αντιλήφθηκα εγώ ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο, όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ΄ αυτήν, αλλά η Θεοτόκος με έσπρωξε στην γη απ΄ αυτήν».

Μετά απ΄ αυτό συνήλθα και ενσυνείδητα καθόμουν και εκοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από εκείνο το φως που είδα εκεί, όλα στην γη μου εφαίνοντο άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα, είπα μόνη μου στην ψυχή μου : «Πήγαινε στο σώμα». Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και επήγαμε στο ψυγείο που εφύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα, χωρίς εμπόδιο και είδα το νεκρό μου σώμα. Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιεζόταν από άλλους νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατά μου με τα χέρια. Την στιγμή εκείνη, έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως, με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντας με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από τον φόβο τους σκορπίσθηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάν σ΄ αυτό) τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού, άνοιξαν τα μάτια και μόλις μετά από δώδεκα ημέρες εμίλησα.

Το πρωί μου έφεραν πρωϊνό, τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν ημέρα νηστείας) αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δεν θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα : «Καθίστε και θα σας διηγηθώ τί είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις ημέρες της νηστείας, αυτός θα φάγει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι΄ αυτό δεν θα φάω σήμερα, όπως και σ΄ όλες τις νηστείες δεν θα αρτυθώ».

Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν, την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγόμουν και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρεκάλεσα τους γιατρούς να μου γιατρέψουν, όσο το δυνατόν ενωρίτερα τις τομές που μου έκαμαν μαθαίνοντας επάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και, όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά, μου είπαν : «Γιατί χειρούργησαν τελείως υγιή άνθρωπο ;».

Εγώ τότε τους ρώτησα : «Ποιά είναι η αρρώστια μου ;».

Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθια σας είναι υγιή και καθαρά, όπως του παιδιού».

……………. Τους απάντησα : «Ο Κύριος ο Θεός φανέρωσε το έλεός του επάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και να μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. Εκείνος ο Κύριος ο Θεός επήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου τα έδωσε υγιή. σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω».

Κατόπιν είπα στον γιατρό : «Βλέπεις πως γελαστήκατε ;».

Και εκείνος απάντησε : «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου».

«Τι νομίζετε τώρα ;» τον ρώτησα εγώ.

Απάντησε : «Σε αναγέννησε ο Υπέρτατος».

Τότε του απάντησα : «Αν πιστεύετε σ΄ Αυτόν, κάντε τον σταυρό σας και παντρευθήτε στην εκκλησία».

Ο γιατρός κοκκίνησε γιατί ήταν εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη : «Γίνου αρεστός στον Κύριο και Θεό».

Κατόπιν άφησα στο νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα, που ενωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα, όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετέλαβα των Αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ΄ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.

Τώρα εγώ η αμαρτωλή Κλαυδία που είμαι 40 χρονών, με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στην Εκκλησία………. Απ΄ όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα  και άκουσα…….

Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός μας ! ………………..

ΠΗΓΗ : ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΑ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Αποδεδειγμένη εμπειρία μετά τον θάνατο

           



                                                                                           

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ


Ένα μήνα, περίπου, προ της εκδημία του, ο π. Ιάκωβος μου ενεπιστεύθη, πρωινές ώρες έξω από το καθολικό της Μονής, το έξης σημαντικό περιστατικό-όραμα.
Έξαφνα κ. Δημήτρη μου βρέθηκα ενώπιον Αρχιερέως, ολόφωτου, καθήμενου επί μεγαλόπρεπους θρόνου και δίπλα του, σε χαμηλότερο επίπεδο, καθόταν ο γραμματεύς του. Εγώ καθόμουνα μόνος, μπροστά και χαμηλά, σε εδώλιο, Όπως κάθονται οι κατηγορούμενοι στα δικαστήρια. Τότε ο Αρχιερεύς λέγει στον γραμματέα του: «Διάβασε το βιβλίο του π. Ιακώβου από την αρχή». και ο Γραμματεύς άρχισε να διαβάζει όλες τις πράξεις μου, πού ήταν καταγεγραμμένες στο βι­βλίο αυτό από την παιδική μου ηλικία. Κάποια στιγμή λέγει ο Γραμματεύς στον Αρχιερέα: «Δεν έχει τί­ποτε άλλο ο π. Ιάκωβος». και ο Αρχιερεύς του λέ­γει: «Πώς δεν έχει. Για γύρισε στην σελίδα 264 και διάβασε». Τότε γύρισε στην σελίδα αυτή και διάβασε τα έξης: «Όταν ήταν μικρό παιδί, ηλικίας 7 ετών, στο χωριό του Φαράκλα της Ευβοίας, βρήκε πεταμέ­νο, στο δρόμο, ένα καινούργιο τενεκεδένιο γυαλιστερό κουτάκι φωτοβολίδων του στρατού, το οποίο, επειδή του άρεσε, είπε: «Δεν το πηγαίνω στον καλό ιερέα του χωρίου μας να βάζει μέσα το λιβανάκι της Εκ­κλησίας;» Κάτι πού έκανε. «Εσύ», λέγει ο Άρχιε­ρεύς στον Γραμματέα του αυστηρά, «την θεωρείς ασήμαντη την πράξη αυτή και δεν την αναφέρεις;». Εγώ κ. Δημήτρη μου, πού να θυμάμαι, έπειτα από 60 χρόνια, αυτή την πράξη πού έκανα ως παιδί. Άλλα · να σου πω την αλήθεια, βασάνισα την μνήμη μου και
την θυμήθηκα. Έτσι είχε γίνει ακριβώς.
Ρώτησα, πριν λίγα χρόνια, πανεπιστημιακό καθηγητή-θεολόγο. Τόση αξία είχε ένα τενεκεδένιο κουτάκι, πεταμένο στο δρόμο; και εκείνος μου απήντησε: «Δεν έξετιμήθη από τον Αρχιερέα ή ασήμαντη χρηματική αξία του αντικειμένου, αλλά ή αγαθή προαίρεσις του δωρητού. Ας μην ξεχνάμε το δίλεπτο-κοδράντη της χήρας στο Ευαγγέλιο (Γαζοφυλάκιον)· (Μάρκ. ιβ, 42).
Μετά λίγες ήμερες από την οπτασία, ο π. Ιάκω­βος, το απόγευμα της εορτής των Εισοδίων της Θεο­τόκου (21.11.1991), εξεδήμησεν προς Κύριον, μέσα στο κελλί του, παρουσία πνευματικών του παιδιών, όπως είχε πει σε φίλους του προσκυνητές το πρωί της ημέρας εκείνης.
και μάλιστα, την ώρα πού ο χειροτονηθείς το πρωί στο χωριό Φύλα της Χαλκίδος, από τον τότε Μητρο­πολίτη Χρυσόστομο σε πρεσβύτερο, μοναχός Ιάκωβος εισήρχετο στη Μονή. Έτσι, ένας ιερομόναχος Ιάκω­βος έφευγε και ένας νέος ιερομόναχος Ιάκωβος ήρχετο στη Μονή.
Μετά δύο ημέρες έγινε ή ταφή του π. Ιακώβου στην αυλή του καθολικού, στην ανατολική πλευρά, όπου υπάρχει και ο τάφος του σήμερα, παρουσία χιλιάδων προσκυνητών και πνευματικών του παιδιών. Δύο πράγ­ματα θα μου μείνουν, από τις σκηνές εκείνες, αλησμό­νητα:
α) ο πολύς κόσμος πού κρεμόταν από σκάλες, ταράτσες, παράθυρα, τοίχους, μπαλκόνια κ.λπ.
και β) ή ζωντάνια με την οποία φώναξαν όλοι μαζί, συγχρονισμένα τρεις φορές «Άγιος, Άγιος, Άγιος» την ώρα πού τον κατέβαζαν στον τάφο. Δεν υπήρξε δε ένας από τους παρόντες πού να μην έκλαψε ή δάκρυσε. Τουλά­χιστον γύρω στον τάφο, πού βρισκόμουνα με όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, πνευματικά του παιδία.
Δεν είχα την πρόνοια ή την περιέργεια να ρωτήσω τον π. Ιάκωβο: «και ή απόφαση πού έβγαλε ο επί του Θρόνου Καθήμενος Άρχιερεύς, πού προφανώς ήταν ο Κύριος, κριτής ζώντων και νεκρών, ποια ήταν;» Όμως, το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, χαρούμενο, φω­τεινό, πού σήμαιναν ότι ή απόφαση ήταν για αυτόν δικαιωματική, μισθαποδοτική και όχι καταδικαστική.

Επί πλέον τα εκ δικαστικών λειτουργών πνευμα­τικά του παιδιά βγάλαμε τα έξης, από το όραμα, δι­δάγματα: α) ο π. Ιάκωβος εκρίθη εν ζωή ακόμη ων, ο Κύριος είπεν «Αμήν, Αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει (όχι εξει) ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μετεβέβηκεν (έχει ήδη μεταβεί) εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. ε, 24),
β) για τον καθένα μας τηρείται ίδιον βιβλίο στους ουρανούς, στο οποίο καταγράφονται όλες οι πράξεις μας, από τις πιο σοβα­ρές έως τις πιο απλές και γ) άλλη αξιολόγηση- εκτίμηση των πράξεων μας γίνεται εδώ στη γη (κοσμική) και άλλη στους ουρανούς (πνευματική).

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΒΑΤΟΥ ΤΗΣ ΑΘΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΟ 1930 ΑΠΟ ΤΗΝ «ΜΙΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΣ

Posted: June 27, 2014 at 7:06 am, Last Updated:
Χερσόνησος του Αγίου Όρους - Ρωσικός χάρτης του 1839.
Χερσόνησος του Αγίου Όρους – Ρωσικός χάρτης του 1839.
Το 1930 ήμουν αντιπρόσωπος της Μονής μου παρά τη Ιερά Κοινότητι και κατά Οκτώβριον ελήφθη επιστολή της εκλεγείσης «Μις Ελλάς» δεσποινίδος* …………. έχουσα επί λέξει ούτως :
Εν Νταβώς Ελβετίας κλπ.
Σεβάσμιοι Πατέρες, σας εξομολογούμαι ολοψύχως το σφάλμα που διέπραξα τον περασμένον Μάϊον εις την Μονήν Βατοπαιδίου. Έφθασα εκεί δια πλοίου του μνηστήρος μου κ. Μωράν, και συνέπεσε να είναι αγκυροβολημένα εκεί και τα θωρηκτά Λήμνος και Κιλκίς, οπότε ο πονηρός μοι ενέβαλε την σκέψην να ανέλθω εις την Μονήν καίτοι εγνώριζα, ότι απαγορεύετο. Και δανεισθείσα ναυτικήν στολήν εισήλθον μετά του μνηστήρος μου και περιήλθον εκκλησίας και άλλα μέρη ως ναύτης, χωρίς να με γνωρίσει τινάς. Έκτοτε Πατέρες μου έχασα την υγείαν μου και κατήντησα εδώ εις τα σανατόρια της Ελβετίας δια την σωτηρίαν μου, και δυστυχώς δεν βλέπω βελτίωσιν. Εγνώρισα όμως και το πιστεύω ακράδαντα, ότι είναι τιμωρία εκ μέρους της Παναγίας προς την οποίαν ησέβησα, δεν έπρεπε εγώ μορφωμένη κοπέλα να κάμω αυτό που έκαμα, και μετανοώ, τώρα, παρακαλώντας την Παναγία μου να με συγχωρέσει. Παρακαλέσατε και σεις άγιοι Πατέρες. Προς τούτο, δεχθήτε δε και 5.000 δραχμές, ίνα κάμετε λειτουργίας και παρακλήσεις δια την υγείαν μου.
Μετά πολλού σεβασμού κλπ.
Η πολυεύσπλαχνη Άνασσα του Ουρανού και της γης, δέχθηκε την μετάνοια και της χάρισε πάλι την υγεία.
*Το 1930 είχε εκλεγεί Μις Ελλάδος η Αλίκη Διπλαράκου.
ΠΗΓΗ : ΑΡΧΙΜ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ (+), ΤΟ ΑΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τευχ. 38-39, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 1990, σ. 59.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗΝ Ι Μ ΑΓΙΟΥ ΔΙONΥΣΙΟΥ.

ΙΕΡΕΑΣ ΔΕΝΕΙ ΑΓΓΕΛΟ ΚΥΡΙΟΥ ΕΠΙ 375 ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

 ΙΕΡΕΑΣ ΔΕΝΕΙ ΑΓΓΕΛΟ ΚΥΡΙΟΥ ΕΠΙ 375 ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣΣτα χρόνια που μαρτύρησε ο άγιος μεγαλομάρτυρας Μερκούριος ήταν κάποιος ιερέας μέθυσος που πάντα πήγαινε στις ταβέρνες και έπινε συνεχώς οίνων. Μια λοιπόν μέρα ο άρχοντας εκείνης της πόλης έστειλε την δούλη του στο σπίτι του ιερέως να τον βρει. Αντί αυτού όμως βρήκε την πρεσβυτέρα και τις λέει. Που είναι ο ιερέας. Η δε πρεσβύτερα τις λέει ότι είναι στα καπηλειά. Η δούλη του είπε . ο άρχοντας με έστειλε διότι αύριο θέλει να κάνει μια θεια λειτουργία και μνημόσυνο στους γονείς ,του. Αυτά είπε και έφυγε. Η δε πρεσβυτέρα η οποία είχε και αυτή δούλα τις λέει. Εγώ πηγαίνω στο σπίτι της μητέρας μου όπου και θα κοιμηθώ. Όταν λοιπόν έλθει ο ιερεύς ανάπαυσον αυτών στην κλίνη ,του διότι αύριο έχει Θεια Λειτουργία. Όταν έγινε βράδυ ήρθε ο ιερέας στο σπίτι μεθυσμένος. Και αναπαύτηκε στο κρεβάτι του. Η δε δούλη του επειδή εισήλθε ο διάβολος μέσα της έπεσε πλησίον του Ιερέως.
Έξυπνος δε ο Ιερέας ήλε σε σμίξει μαζί της νομίζοντας πως είναι η πρεσβυτέρα του. Το πρωί ήλθε η πρεσβυτέρα και τον βρήκε αυτόν να κοιμάται και του λέει. «Ανάστα και ψάλε την ακολουθία σου διότι ο άρχοντας έχει λειτουργιά για τους γονείς του.»
Ο ιερέας στρέψας από την άλλη πλευρά αποκοιμήθηκε.
Και πάλη ήλθε κοντά του η πρεσβύτερα και του λέει. « Δεν σου είπα να σηκωθείς διότι σήμερα θα λειτουργήσεις;» Ο δε Ιερέας μειδίασας τις λέει. « Τι λέγεις ταλαίπωρη; Δεν είδε ς τι κάναμε αυτήν την νύχτα αλλά λες ότι λειτουργιά έχω.»
Η δε πρεσβυτέρα ,του λέει. «τι κάναμε; Διότι εγώ στην οικία του πατέρα μου κοιμήθηκα.» τότε ο ιερέας της λέει. «Εγώ την νύχτα αυτή έπεσον μετά γυναικός και ποιος θήρευασα εμάς;». Τότε ρώτησε την δούλη του. Και αυτή του είπε.
«Ο σατανάς με πείραξε και έπεσα πλησίον και αυτόν ήρθε μαζί μου σε σμίξει.»
Τότε έκλαψαν και λυπηθήκαν πολύ. Λέγει δε ο ιερέας. Σωπάστε μήπως μας ακούσει κανείς διότι ο Θεός είναι ευσπλαχνος και πολυέλεος και δια της εξομολόγησης θα με συγχωρήσει ο Κύριος».
Έψαλε λίγη ακολουθία και λόγο ντροπής πήγε στον άρχοντα να λειτουργήσει. Μετά δε την προσκομιδή όταν είπε την ευχή « Ο Θεός, ο Θεός ημών ο τον ουράνιον άρτον κλπ…» ήλθε ο Άγγελος. Για να τελειώσει τα ΆΓΙΑ ΔΩΡΑ και είδε την ιερέα λέγει προς αυτών.
« ω αφορισμένε του Θεού πως τόλμησες να εισέλθεις να λειτουργήσεις τα Θεία Μυστήρια; Δεν είδες ότι ακάθαρτος και βέβηλος είσαι εσύ για την αμαρτία που έπραξες την προηγουμένη νύχτα; Εμείς ασώματοι και άυλοι όντες ευλαβούμεθα να δούμε το Αγίων Πρόσωπο της μακαρίας Θεότητας στο Άγιο Μυστήριο της Θειας Ευχαριστίας αλλά με τις φτερούγες μας καλύπτουμε το πρόσωπο μας και περιιστάμεθα με πολύ τρόμο και φόβο και συ τα καταφρονείς όλα και επιχειρείσαι τα Άγια Των Αγίων και επί στόματος φαγείν μέλλεις;’.
Ο δε ιερέας είπε στον Άγγελο. «ΕΠΕΙΔΗ ΕΣΥ ΜΕ ΑΦΟΡΙΣΕΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΕΣΥ ΑΦΩΡΙΣΜΕΝΟΣ» και ω του θαύματος!!!!!Αμέσως απεπτερώθει ο άγγελος και έμεινε ως άνθρωπος στην Εκκλησία.
Ο δε ιερέας δεν το είδε αυτό μετά το τέλος της Θείας Λειτουργιάς πήγε στο σπίτι του άρχοντα και το βράδυ γύρισε στην οικία του. . Τότε λέει προς την πρεσβυτέρα.
«Τι θα κάνουμε από εδώ και στο εξής; Επιστήμη άλλη δεν γνωρίζω πως θα σας θρέψω; Αλλά θα φύγουμε από αυτόν τον τόπο να πάμε σε μια άγνωστη χώρα να μην μας γνωρίζουν για να περάσουμε το υπόλοιπο της ζωή μας.»
Φύγανε λοιπόν σε άλλη πόλη που κανείς δεν τους γνώριζε και λειτουργούσε εκεί. Και ω! του θαύματος. Το πρόσωπο του δε λόγω ,του αφορισμού από τον άγγελο έγινε μέλαν.
Αφού πέθανε η πρεσβυτέρα και τα παιδιά αυτού έζησε μόνος 375 χρόνια.
Υπήρχε εκείνο το καιρό Μητροπολίτης αξιόλογος και δίκαιος σε όλα.
Όταν ήλθε η εορτή του Άγιου Μερκουρίου και ο άρχοντας εκείνης της πόλεως γιόρτασε τον άγιο κάλεσε και τον μητροπολίτη και βρέθηκε και ο ιερέας εκείνος. Όταν δε στην τράπεζα άρχισε ο Αρχιερέας να διηγείται το συναξάρι του Άγιου και τον άκουγαν όλοι ο ιερέας είπε. «Συ μεν Δέσποτα μου άγιε, εκ του αγίου συναξαριού μιλάς για τους άθλους του αγίου. Εγώ δε ήμουν εκείνη την εποχή παρών και έβλεπα τον μαρτύρα αγωνιζόμενων και αθλούντα. Ήταν δε και γείτονας μου και πολλές φορές είχαμε φαί μαζί.
Ο δε Αρχιερέας τον κοίταξε τον ιερέα και του λέει. « εσύ είσαι 40 χρόνια εδώ πως λες ότι είδες τον Άγιο. Αφού αυτός μαρτύρησε περίπου πριν 370 χρόνια. Συ δε πως ήσουν γεννημένος και τα είδες αυτά;». Αυτός δε έπαιρνε όρκο ότι λέει αλήθεια και δεν ψεύδεται.
Ο αρχιερέας τότε τον πήρε κατά μόνας και του ζήτησε να τα εξομολογηθεί όλα τότε ο ιερέας του είπε όλη την ιστορία και πως τον αφόρισε ο άγγελος και ο ιερέας τον άγγελο και αφορισθέντες έμειναν. Τότε ο αρχιερέας του λέει. «Γνωρίζεις ότι είσαι δεμένος από Άγγελο και μέχρι τώρα ζεις και δεν θα πεθάνεις εις τον αιώνα αλλά να πας στην Εκκλησιάς εκείνη που έγινε ο αφορισμός διότι και τώρα ο Άγγελος εκεί είναι επειδή και εσύ τον έδεσες . ο δε ιερέας του απαντά. « δεν μπορώ άγιε του Θεού Δέσποτα μου να κάνω αυτό που μου ζητάς διότι είναι πολύ μακριά και τρόπο δεν έχω να πάω. Ούτε έχω άλογο να ιππεύσω για να πάω.
Τότε λέει ο αρχιερέας σε αυτόν. « Εάν δεν μπορέσεις να πάς εκεί ούτε εσύ θα πεθάνεις ούτε ο άγγελος πτερούνται για να φύγει για τους ουρανούς.»
Ο δε αρχιερέας πάλη παρακαλούσε λέγοντας . «Επειδή λες ότι δεν μπορείς θα κάνω έλεος σε εσένα και θα σου δώσω άλογο και χρήματα να πας και θα έρθω και εγώ μαζί σου.»
Φύγανε λοιπόν και έφτασαν σε μια ερημωμένη χώρα όπου δεν υπήρχε ούτε σπίτι ούτε πλατεία τίποτα.
Ο αρχιερέας τον ρώτησε εδώ είναι η πόλη;
Αυτή είναι η πόλη αλλά είναι έρημη άγιε Δέσποτα.
Δεν γνωρίζεις την εκκλησία; Και βλέποντας ο ιερέας είδε σε μια μεγάλη απόσταση δέντρα και είπε ότι εικάζει ότι εκεί βρίσκεται η εκκλησία. Αφού έφτασαν εκεί βρήκαν ένα ναό ερημωμένο όπου λίγα ερείπια επί του Άγιου βήματος υπήρχαν. Και αφού κατέβηκαν από τα άλογα λέει ο αρχιερέας. «πήγαινε προ το βήμα»
Και μόλις προχώρησε βρήκε ο ιερέας τον άγγελο ιστάμενων εκεί και λέγει ο άγγελος. «καλώς ήλθες για να συγχωρεθούμε συναλλήλως». Λέγει ο ιερέας.
«Ευλόγησον άγιε άγγελλε του Θεού συγχώρησον μοι» ο δε άγγελος είπε. « Συγχώρησον έμενα πρώτα και τότε και εγώ διότι ένα συγχωρήσω εγώ εσένα εσύ θα πεθάνεις αυτήν την ώρα και εγώ θα μείνω δεμένος..»
Τότε λέγει ο ιερέας. « Εάν και εγώ σε συγχωρέσω θα έχεις πτερωθεί και θα φύγεις στους ουρανούς και εγώ θα μείνω στο δεσμό».
Τότε λέγει ο άγγελος. «Ομνύω στον θρόνο του Θεού τον ασάλευτο ότι δεν θα σε αφήσω στα δεσμά».
Όλα αυτά δε ο αρχιερέας τα άκουγε έξωθεν.
Τότε λέγει ο ιερέας προς τον άγγελο « Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος ας είσαι συγχωρεμένος παρ εμού του αμαρτωλού» και ευθύς ω του θαύματος!!!
Επτερώθει ο άγγελος και πετούσε σε ύψος και είπε προς τον ιερέα. « ας είσαι συγχωρεμένος και συ ω πρεσβύτερε». Και πριν τελειώσει τους λόγον του ο άγγελος βρέθηκαν τα οστά του ιερέως σωρηδόν στο τόπο που στεκόταν.
Ο δε αρχιερέας είπε προς τον άγγελο «ω, άγιε άγγελε δέομαι σε εσένα κάνε μου μια χάρη και ψάλε μου ένα αγγελικό ύμνο να ακούσω και εγώ». Ο δε Άγγελος ,του είπε « αυτό που ζητάς δεν μπορεί να γίνει διότι αν ακούσης την αγγελική φωνή επί τόπου θα πεθάνεις διότι δεν υπάρχει σάρκα θνητή να ακούσει φωνή Άγγελου και να ζήσει. Πλην όμως επειδή έκανες μεγαλεία αγαθοσύνη σε εμένα και τον Ιερέα μείνε λίγο έως ανέλθω μέχρι τρίτο ουρανό και να ψάλω λίγο διότι μέχρι εκεί μπορείς να βαστάξεις». Έτσι όταν ανήλθε έως τρίτου ουρανού έψαλλε το αλληλούια από δε της γλυκιάς του μελωδίας έπεσε ο αρχιερέας στην γη σαν νεκρός μέχρι 3 ώρες και μόλις και με το ζόρι μετά συνήρθε. Αφού τον Θεό ευχαρίστησε επέστρεψε στην επαρχία και έγραψε την διήγηση αυτή του ιερέως για μεγάλη ωφέλεια .Για να ακούμε εμείς οι ράθυμοι και να διορθώσουμε και σπουδαίοι και προσεκτικοί να γινόμαστε καθαροί των αισχρών λογισμών και άπρεπων επιθυμιών .


Θαυμαστή μαρτυρία από τους Αγίους Τόπους!!!

Posted:
agioi-topoi

Φίλοι και φίλες,

Σας αποστέλλω ως «ευλογία» την παραπάνω φωτογραφία από παλαιότερη επίσκεψή μου στους Αγίους Τόπους.

Ο λόγος για το αποτύπωμα της παλάμης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε τοίχο που στηρίχθηκε, πιεζόμενος υπό το βάρος του Σταυρού κατά την μεταφορά Του στο Γολγοθά (Οδός Μαρτυρίου). Αδύνατον να σας περιγράψω με λόγια την ουράνιο μυροβόλο ευωδία που υπήρχε διάχυτη στη γύρω περιοχή.

Όταν τολμήσαμε (ορισμένοι από εμάς) να ακουμπήσουμε, στην αρχή δειλά – δειλά, με το δάκτυλο μας και μετά με όλο το χέρι μας την επιφάνεια του, με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι πηγή αυτής της μοναδικής και έντονης ευωδίας ήταν το συγκεκριμένο αποτύπωμα. Το μύρο κυριολεκτικά ανάβλυζε μέσα από το αποτύπωμα. Δεν το εμπόδιζαν τα ντουβάρια να βγει προς τα έξω, όπως δεν εμπόδισαν τον Κύριό μας οι σφραγίδες και ο λίθος του μνήματος. Ο τρόπος ευωδίας του μύρου δεν ήταν φυσικός. Ερχόταν κύματα – κύματα για να μην αφήσει την παραμικρή αμφιβολία και στον πιο δύσπιστο. Ασυγκίνητος δεν έμεινε κανείς μας στη θέα του πρωτοφανούς αυτού γεγονότος.

Τα χέρια μας «κολλημένα» δεν ήθελαν να χάσουν την επαφή με το Θείο… το ίδιο και η λογική «κολλημένη» στο ανεξήγητο. Η ευωδία πολύ έντονη διεχέετο παντού, μοναδική, διαπερνούσε το σώμα μας σαν ξίφος… τα δάκτυλα μας ευωδίαζαν και αυτά έχοντας ίχνη από το ελαιώδες και αγνώστου κατά τα άλλα συστάσεως μύρο. Αυτή η έντονη παραδεισένια ευωδία μας συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιήγησής μας στα Πανάγια Προσκυνήματα μέχρι και αργά το βράδυ κατά την επιστροφή μας στο ξενοδοχείο. Αυτό ως απάντηση στα όσα λέγονται κατά καιρούς από διάφορους «καλοπροαίρετους», με σκοπό την διαστρέβλωση της μοναδικής αλήθειας του Τριαδικού μας Θεού και την δημιουργία εντυπώσεων και σκανδάλων.

«…Όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις…» φίλοι μου. Ας το έχουμε υπόψη μας αυτό. Όσοι έχουν τις αμφιβολίες τους ή δεν πιστεύουν, δεν έχουν παρά να θέσουν «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και να αλλάξουν προσανατολισμό ακολουθώντας την προτροπή του Θεανθρώπου:

Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα του Ισκαριώτη, από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους

ioudas-iskariotis-kremasmenos
Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ. Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.
Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του.
Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ.
Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα.
Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ. Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της.
Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του.
Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9).
Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.
ΠΗΓΗ : Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων,

                     Μαρτυρίες περί Αοράτων ασκητών

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΩΝ ΠΕΡΙ ΑΟΡΑΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ

                                              Video:Αόρατοι Ασκητές 

Προφητεία Αγίου Νείλου


Προφητεία Αγίου Νείλου

Νείλου του Μυροβλύτου, Αγιορείτου


Προφητικά και Σωτήρια (1651 † )


Οι άνθρωποι εκείνοι που θα περπατούν εις τα μέσα του ογδόου αιώνος (7.500 από κτίσεως κόσμου) θα συγκαταβαίνουν εις την φθοράν της πορνείας, τότε θέλει γίνη ταραχή μεγάλη να φιλονικούν ακαταπαύστως, και δεν θέλουν εύρη ούτε την αρχήν ούτε το τέλος.

Ύστερον θέλει γίνη η ογδόη Σύνοδος..., και τότε θα ειρηνεύσουν ολίγον καιρόν οι άνθρωποι, και πάλιν θέλουν να μετατρέψουν την γνώμην τους εις το πονηρόν, εις την απώλειαν, και να μη γνωρίζουν τι εστι το στέφανον του γάμου, μόνον θα έχουν μίαν απώλειαν και συγκατάβασιν εις την ασωτείαν χειρότεροι από τα Σόδομα και Γόμορρα...,και άλλα μύρια κακά θα πολιτεύωνται, και όσαι κακίαι θα πολιτεύωνται, τόσαι δυστυχίαι θα έλθουν, ... και τας κακίας οπού έκαμνον οι παλαιοί άνθρωποι πριν του κατακλυσμού, διπλασίως θα εργάζωνται αυτοί χειρότερα... θα αποφασίζουν, ότι εκείνος οπού εργάζεται την κακίαν θα είναι καλός...και όσον θα πλεονεκτούν οι άνθρωποι, τόσον δυστυχία θέλει είναι εις τον κόσμον...Η φιλαργυρία είναι πάθος ακόρεστον... Η πλεονεξία είναι οδηγός της απωλείας και η ακτημοσύνη είναι οδηγός της σωτηρίας. Επλεονέκτησες; απώλεσας την σωτηρίαν σου, διότι η σωτηρία του ανθρώπου κινδυνεύει να χαθή από την πλεονεξίαν.

Αυτή η κατηραμένη θα φέρη εις τον κόσμον την δυστυχίαν και θα απωλεσθή η ευτυχία, αυτή εκατάστησε την διχόνοιαν εις τον κόσμον, και εις την μοναδικήν πολιτείαν...Η πλεονεξία είναι θρόνος του αντίχριστου...Η πλεονεξία επρόσφερε το ψεύδος εις τον κόσμον, και ελκύζονται με το ψεύδος και ανομούν με την αρπαγήν της αδικίας, και η αλήθεια εχάθη, και εις το ψεύδος πείθονται όλοι. Η αλήθεια είναι η ένσαρκος οικονομία του Χριστού και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και το ψεύδος είναι η έλευσις του αντιχρίστου και η βασιλεία του, όπου θέλει να φέρη την παγκόσμιον δυστυχίαν και απώλειαν εις όλον τον κόσμον, και καθώς οι Προφήται προέλεγον την έλευσιν του Κυρίου, έτσι και η πολυφρόντισις θα σκοτίζη την διάνοιαν των ανθρώπων, θα γίνωνται αναίσθητοι εις την σωτηρίαν τους, από την πολλήν φροντίδα οπού θα έχουν, και η σωτηρία σώζεται μόνον εις όσους δεν πείθονται εις την εργασίαν του αντίχριστου, και η εργασία του αντίχριστου είναι η μέριμνα του κόσμου και ο θησαυρισμός...και την σήμερον οι άνθρωποι εδόθησαν εις την πολυθησαύρισιν και μέριμναν, και παρεδόθησαν εις την απώλειαν με αρπαγάς, προδοσίας, ψεύδη, αρρενομανίας, γαστριμαργίας, υπερηφανείας, με την σκληρότητα της καρδίας, και με την πλεονεκτικήν φιλαργυρίαν...

...Όταν θα δυστυχεύση ο κόσμος από την χάριν του παναγίου Πνεύματος, τότε θα έλθουν εις τον κόσμον όλαι αι δυστυχίαι να τον περικυκλώσουν. Και πρώτον θα δυστυχεύση ο κόσμος από την αγάπην, ομόνοιαν και σωφροσύνην, δεύτερον θα δυστυχεύση κάθε χώρα και να χαθούν τα υποκείμενα κεφάλαια από τας χώρας, και θέλει δυστυχεύση και η Εκκλησία του Χριστού από αρχιερείς και ποιμένες και πνευματικούς

Ύστερον από αυτήν την δυστυχίαν θα γεννηθή ο ακάθαρτος από την κοιλίαν της ακαθαρσίας, και θα ποιή σημεία και τέρατα με δαιμονικάς φαντασίας, υποκρινόμενος εις τον κόσμον πως είναι πράος και ταπεινός τη καρδία, αλλά θα είναι αλώπηξ εις την καρδίαν και λύκος εις την γνώμην. Και τροφή του θα είναι η ταραχή των ανθρώπων, όταν θα ταράσσωνται οι άνθρωποι, τότε θα ζωοτρέφεται ο αντίχριστος.

Και η ταραχή των ανθρώπων θέλει είναι η κατάκρισις, ο φθόνος , η μνησικακία, το μίσος, η έχθρα, η πλεονεξία, η αρρενομανία, η μοιχεία, η πορνεία, η λήθη της πίστεως και η αλαζονεία, αυτά είναι η τροφή του αντιχρίστου, και θα είναι κεφαλή επάνω εις τας χώρας..., και εξουσιαστής εις τον κόσμον. Και θα εξουσιάση την αίσθησιν του ανθρώπου, και όλοι θα πείθονται εις αυτόν, διότι αυτός θα είναι νομοκράτωρ και αυτοκράτωρ, και θέλει ενεργεί όλων την απώλειαν, και όποιος ευρίσκεται εις την απώλειαν εκείνος θα νομίζη πως εργάζεται την σωτηρίαν του.

Τότε θα καταφρονηθή το Ευαγγέλιον της Εκκλησίας, διότι η απώλεια θέλει φέρη τότε μεγάλην δυστυχίαν εις τον κόσμον, και θέλει γίνουν σημεία και φοβερά εν μέσω της δυστυχίας. Πείνα φοβερά θέλει γίνη οπού να μην χορταίνη ο άνθρωπος, διότι τότε θα τρώγη επτά φορές περισσότερον από ότι τρώγει τώρα και πάλιν να μην χορταίνη, και θα είναι πανταχού μεγάλη δυστυχία... Τότε, όσοι σφραγισθούν με την σφραγίδα του αντιχρίστου πολλοί θα πεθάνουν εις τους δρόμους, και η καρδία τους περισσότερον θα λιγώνεται, και μη δυνάμενοι να βαστάσουν την πείναν και την λιγούραν, θα αρπάζουν να τρώγουν τους νεκρούς... και η σφραγίς του θα γράφη, εδικός μου είσαι, ναι εδικός σου είμαι, θεληματικώς μου έρχομαι και όχι δυναστικώς και αλλοίμονον εις όποιον σφραγισθή με αυτήν, τότε θα γίνη μεγάλη ταραχή εις τον κόσμον... και βλέποντας ο Θεός την ταραχήν των ανθρώπων, θέλει προστάξη την θάλασσαν να λάβη την πρώτην της ουσίαν οπού ήτον θερμοτάτη... και όταν καθίση ο αντίχριστος εις τον κατηραμένον του θρόνον, θέλει βράση η θάλασσα ωσάν χάλκωμα, και θέλει στειρεύση η γη τα βότανα και δένδρα από την θερμότητα της θαλάσσης και αι φλέβαι των πηγών θα ξηρανθούν και τα ζώα και πετεινά να αποθάνουν από τον χνώτον της θαλάσσης. Και τότε θα γίνη η ημέρα ωσάν ώρα, η εβδομάδα ωσάν ημέρα, και ο μήνας ωσάν εβδομάδα, διότι από την πονηρίαν του ανθρώπου θα γίνουν τα στοιχεία βιαστικά, δια να τελειώση γρήγορα ο καιρός, οπού ελάλησεν ο Θεός... Τότε θα έλθουν να κηρύττουν ο προφήτης Ηλίας και ο δίκαιος Ενώχ...και να λέγουν. Όποιος κάμη υπομονήν και δεν σφραγισθή με την σφραγίδα του αντίχριστου, θέλει σωθή, και εξάπαντος θα τον δεχθή ο Θεός εις τον Παράδεισον, μόνον να μην σφραγισθή, αλλά να κάμνη τον σταυρόν του, διότι η σφραγίδα του σταυρού ελευθερώνει τον άνθρωπον από τα βάσανα του άδου, και η σφραγίδα του αντιχρίστου τον παραδίδει εις τα βάσανα του άδου. Και αν πεινούν, να μην ζητούν τροφήν, μόνον να έχουν υπομονήν, και βλέποντας ο Θεός την υπομονήν τους, θα στείλη εξ ύψους βοήθειαν... Τα παγκάκιστα δε τέκνα του αντιχρίστου είναι η πορνεία, η μοιχεία, η αρσενοκοιτεία, ο φόνος, η αρπαγή, η κλεψιά, η αδικία, το ψεύδος, η τυραννία, η πώλησις και αγόρασις του ανθρώπου...,τόσον πονηρά θέλει γίνη η ανθρώπινος φύσις τότε...,και θα ενεργήσουν την πονηρίαν τους περισσότερον από τους δαίμονας...και βλέποντας ο αντίχριστος πως θα γίνη η ανθρώπινος φύσις πονηροτέρα από τους δαίμονας, θέλει χαρή κατά πολλά...